Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Μεταμοντερνισμός - εθνομηδενισμός - αποδομησμός



Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές
Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

Περιεχόμενα




--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τις τελευταίες εβδομάδες έγινε πολύ συζήτηση για την κρίση που περνάμε κράτος όσο και για το φαινόμενο του εθνομηδενισμού. Στον σύνδεσμο http://vimeo.com/8031290 αναρτήθηκε συζήτηση που έγινε στην εκπομπή «Ανιχνεύσεις» στην ΕΤ3 για τον «σύγχρονο μηδενισμό». Συμμετείχαν ο υποφαινόμενος, ο Καθηγητής Φιλοσοφίας κ. Χρήστος Γιανναράς και ο φιλόσοφος κ. Θεόδωρος Ζιάκας. Νομίζω ότι μια από τις σημαντικότερες στιγμές προς το τέλος της εκπομπής ήταν η έκκληση του Θόδωρου Ζιάκα και του Χρήστου Γιανναρά όταν επισήμαναν ότι οι έλληνες επιστήμονες απαιτείται να πάψουν να αντιγράφουν και να πιθηκίζουν.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σε σελίδα που άνοιξα πρόσφατα, έγραψα: «Το πρόβλημα όμως στον πολιτικοστοχαστικό χώρο στον οποίο ανήκω, είναι ότι ακόμη κυριαρχούν τυφλοί και εθελοτυφλούντες αρλουμπολόγοι που ακόμη κολυμπούν μέσα στην μεγάλη δεξαμενή αίματος που προκάλεσε ο υλισμός του τέσσερις τελευταίους αιώνες. Η αρλουμπολογία είναι ένας όρος που θα εξηγήσω στο μέλλον και που αφορά τις εξαιρετικά εξευτελιστικές για κάθε επιστήμονα συνθήκες στα ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια της Ευρώπης πολλά από τα οποία δεν αξίζουν το επίθετο "πανεπιστήμιο". Αρλουμπολογούν και παραμιλούν για "δημοκρατίες" ( εννοούν δηλαδή την δεσποτική έμμεση αντιπροσώπευση) μη έχοντας αυτιά να ακούσουν τα επερχόμενα γεγονότα ή μάτια να ρίξουν μια ματιά στον απέραντο κόσμο των εθνών που απλώνεται από την Μεσόγειο μέχρι την Κίνα καλύπτοντας βασικά όλη την Ευρασία».
            Το ζήτημα αυτό δεν είναι άσχετο με τον επιστημονικό ακταρμά του πολιτικού στοχασμού που συντομογραφικά προσπάθησα να εξηγήσω στις καταχωρήσεις περί μεταμοντερνισμού-εθνομηδενισμού σε αυτή την σελίδα. Στο Κοσμοθεωρία των Εθνών προσπάθησα να
περιγράψω το ιστορικό πλαίσιο και τα βαθύτερα αίτια τόσο της στράτευσης του πολιτικού στοχασμού τα Νέα Χρόνια όσο και την ελλειμματική οντολογική συνάφεια. Τα ελλείμματα καλύπτονται με αρλουμπολογικές δεξιότητες, εξεζητημένους σπουδαιοφανείς όρους κενούς περιεχομένου, προπαγανδιστικά «περιοδικά αξιολογητών» ομοϊδεατών ή απλά «περιοδικά αξιολογητών» μεγάλης ασημαντότητας, με αλληλουποστηρικτικές «ετεροαναφορές» και τα λοιπά και τα λοιπά.
            Μεγάλο και συναφές ζήτημα είναι η προπαγάνδα των θαμώνων του ελιτίστικου συστήματος της έμμεσης αντιπροσώπευσης που αυτοονομάζονται «δημοκρατίες» και που δήθεν «δεν πολεμούν» ή πιο ύπουλα (αλλά επιστημονικά παντελώς αναιρεμένο) «δεν πολεμούν αλλήλους». Παραθέτω αμέσως μετά κείμενο «αμερικανού συντηρητικού» δημοσιευμένο στο The American Conservative. Αυτή η παράθεση ενός πασίδηλα οξυδερκούς αναλυτή που δεν ενδιαφέρεται για προπαγάνδα αλλά για περιγραφή της πραγματικότητας ενέχει την εξής τετραπλή σημασία:
Πρώτον, δείχνει αυτό που συχνά τονίζω σε βιβλία και άρθρα μου, ότι δηλαδή ο κόσμος των εθνών δεν είναι, πλέον, και τόσο εύκολος κόσμος για ηγεμόνες και επίδοξους ηγεμόνες. Η εθνική ανεξαρτησία ως κοσμοθεωρία των εθνών είναι πλέον μέσα στο πολιτικό DNA των ανεξαρτήτων κρατών οι πολίτες των οποίων αφήνοντας πίσω την αποικιακή και νεοηγεμονική-νεοαποικιακή εποχή συγκροτούν σφριγηλές ανθρωπολογικές δομές που πετάνε έξω κλωτσοπατσηδόν τους εισβολείς.
Δεύτερον, ότι η ονοματολογία της ιδεολογικής εποχής όπως «δεξιοί», «αριστεροί», «κεντρώοι», «συντηρητικοί», «φασιστές», κτλ, δεν ισχύει ολοένα και περισσότερο. Εδώ που τα λέμε ποτέ δεν ίσχυε και ήταν στάχτη στα μάτια των αφελών που συμπλέχθηκαν στην ιδεολογική δήθεν ηγεμονομαχία του 20ού αιώνα. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα συγγραφέα να μιλά ρεαλιστικά αλλά μετριαστικά για την χρήση της ισχύος, να αντικρούει τις ηγεμονικές συμπεριφορές ή αυτό που ο Morgenthau εύστοχα χαρακτήρισε διεθνιστικοεθνικισμός ή διεθνιστικοσοβινισμός και εμμέσως πλην σαφώς να αφήνει να εννοηθεί ότι αφενός η ισχύς στην εξωτερική πολιτική είναι ένα αμυντικό μέσο και ότι άλλος είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των διεθνών προβλημάτων.
Τρίτον, υποδηλώνει αυτό που πολλοί άλλοι ανέλυαν επί δεκαετίες –καταχωνιασμένες αναλύσεις, όμως, μέσα σε βουνά προπαγανδιστικών σκουπιδιών– για την σχέση «δημοκρατίας» και πολέμου. Βέβαια, μεταξύ των προπαγανδιστών του μαρξισμού και του φιλελευθερισμού που συνέδεαν προπαγανδιστικά το εσωτερικό καθεστώς με τον πόλεμο και των επιστημόνων που ανέλυαν τα πραγματικά αίτια πολέμου δεν υπάρχει κάποια επιστημονική σύγκριση. Δείχνει όμως τις βαθμίδες της αρλουμπολογικής διείσδυσης στην λεγόμενη διεθνολογική σκέψη. Δείχνει επίσης και τους επιστημονικούς προσανατολισμούς αν η κοινωνία δεσμεύει σπάνιους πόρους σε αυτή την υπόθεση, ιδιαίτερα σε μικρά και περιφερειακά κράτη για τα οποία είναι πολύ τραγικά να πληρώνει κάποιους για να κάνουν επιστημονικά μεταμφιεσμένη προπαγάνδα στα ίδια τα βλαστάρια που εισέρχονται στα πανεπιστήμια για να μορφωθούν.
Τέταρτον, επαληθεύει το γεγονός ότι οι παρελθούσες ιδεολογικές ονοματολογίες είναι πλέον μια πολύ ύπουλη υπόθεση που με πολύ εξεζητημένο τρόπο συμπυκνώνεται μέσα στα μεταμοντέρνα θεωρήματα και ιδεολογήματα που πολλοί πλέον συνειδητά ή ανεπίγνωστα υπηρετούν.
Παραθέτω λοιπόν το άρθρο στα αγγλικά για να το καταλάβουν μέσα από αυτή την ανάλυση που γράφτηκε με καθαρό μυαλό όσοι ακόμη χάνουν το χρόνο τους με την ... "δημοκρατική ειρήνη". Για να δούνε όπως λέει και ο τίτλος ότι το πρόβλημα δεν είναι το κατά πόσο πολεμούν οι "δημοκρατίες" αλλά το κατά πόσο μπορούν να ... σταματήσουν τους πολέμους που αρχίζουν.
America has an impressive record of starting wars but a dismal one of ending them well.
President Obama’s decision to escalate U.S. military involvement in Afghanistan earned him at most two muted cheers from Washington’s warrior-pundits. Sure, the president had acceded to Gen. Stanley McChrystal’s request for more troops. Already in its ninth year, Operation Enduring Freedom was therefore guaranteed to endure for years to come. The Long War begun on George W. Bush’s watch with expectations of transforming the Greater Middle East gained a new lease on life, its purpose reduced to the generic one of “keeping America safe.”
Yet the Long War’s most ardent supporters found fault with Obama’s words and demeanor. The president had failed to convey the requisite enthusiasm for sending young Americans to fight and die on the far side of the world while simultaneously increasing by several hundred billion dollars the debt imposed on future generations here at home. “Has there ever been a call to arms more dispiriting, a trumpet more uncertain?” asked a querulous Charles Krauthammer. Obama ought to have demonstrated some of the old “bring ’em on” spirit that served the previous administration so well. “We cannot prevail without a commander in chief committed to success,” wrote Krauthammer.
Other observers made it clear that merely prevailing was nowhere near good enough. They took Obama to task for failing to use the V-word. Where was the explicit call for victory? “‘Win’ is a word that Obama avoided,” noted Max Boot with disapproval. The president “spoke of wanting to ‘end this war successfully’ but said nothing of winning the war.” Fred Barnes of the Weekly Standard read off the same talking points. “The personal commitment of the president to pursue the war against the Taliban and al Qaeda until they are defeated was not there,” he lamented. “…To have rallied the country and the world, Obama needed to indicate he would lead a fight to win in Afghanistan, with the help of allies if possible, but with the armed forces of the U.S. alone if necessary. He didn’t say anything like that. He didn’t come close.”
Oddly enough, the military leaders to whom Krauthammer, Boot, and Barnes all insist that Obama should defer also eschew the V-word. McChrystal and McChrystal’s boss, Gen. David Petraeus, have repeatedly said that military power alone won’t solve the problems facing a country such as Afghanistan. Indeed, the counterinsurgency doctrine that Petraeus revived and that McChrystal is keen to apply in Afghanistan in effect concedes that violence alone is incapable of producing decisive and politically useful outcomes. Expend as much ammunition as you want: what today’s military calls “kinetic” methods won’t get you where you want to go. Acknowledging that battle doesn’t work, counterinsurgency advocates call for winning (or bribing) hearts and minds instead. And they’ll happily settle for outcomes—take a look at Iraq, for example—that bear scant resemblance to victory as traditionally defined.
That the post-Cold War United States military, reputedly the strongest and most capable armed force in modern history, has not only conceded its inability to achieve decision but has in effect abandoned victory as its raison d’être qualifies as a remarkable development.
Since 1945, the United States military has devoted itself to the proposition that, Hiroshima notwithstanding, war still works—that, despite the advent of nuclear weapons, organized violence directed by a professional military elite remains politically purposeful. From the time U.S. forces entered Korea in 1950 to the time they entered Iraq in 2003, the officer corps attempted repeatedly to demonstrate the validity of this hypothesis.
The results have been disappointing. Where U.S. forces have satisfied Max Boot’s criteria for winning, the enemy has tended to be, shall we say, less than ten feet tall. Three times in the last 60 years, U.S. forces have achieved an approximation of unambiguous victory—operational success translating more or less directly into political success. The first such episode, long since forgotten, occurred in 1965 when Lyndon Johnson intervened in the Dominican Republic. The second occurred in 1983, when American troops, making short work of a battalion of Cuban construction workers, liberated Granada. The third occurred in 1989 when G.I.’s stormed the former American protectorate of Panama, toppling the government of long-time CIA asset Manuel Noriega.
Apart from those three marks in the win column, U.S. military performance has been at best mixed. The issue here is not one of sacrifice and valor—there’s been plenty of that—but of outcomes.
A seesawing contest for the Korean peninsula ended in a painfully expensive draw. Kennedy’s Bay of Pigs managed only to pave the way for the Cuban Missile Crisis. Vietnam produced stupendous catastrophe. Jimmy Carter’s expedition to free American hostages held in Iran not only failed but also torpedoed his hopes of winning a second term. Ronald Reagan’s 1983 intervention in Beirut wasted the lives of 241 soldiers, sailors, and Marines for reasons that still defy explanation. Reagan also went after Muammar Qaddafi, sending bombers to pound Tripoli; the Libyan dictator responded by blowing up Pan Am flight 103 over Lockerbie, Scotland—and survived to tell the tale. In 1991, George H.W. Bush portrayed Operation Desert Storm as a great victory sure to provide the basis for a New World Order; in fact the first Gulf War succeeded chiefly in drawing the United States more deeply into the vortex of the Middle East—it settled nothing. With his pronounced pr opensity for flinging about cruise missiles and precision-guided bombs, Bill Clinton gave us Mogadishu, Haiti, Bosnia, and Kosovo —frenetic activity with little to show in return. As for Bush and his wars in Afghanistan and Iraq, the less said the better.
What are we to make of this record? For Krauthammer, Boot, and Barnes, the lessons are clear: dial up the rhetoric, increase military spending, send in more troops, and give the generals a free hand. The important thing, writes William Kristol in his own assessment of Obama’s Afghanistan decision, is to have a commander in chief who embraces “the use of military force as a key instrument of national power.” If we just keep trying, one of these times things will surely turn out all right.
An alternative reading of our recent military past might suggest the following:
first, that the political utility of force—the range of political problems where force possesses real relevance—is actually quite narrow;
second, that definitive victory of the sort that yields a formal surrender ceremony at Appomattox or on the deck of an American warship tends to be a rarity;
third, that ambiguous outcomes are much more probable, with those achieved at a cost far greater than even the most conscientious war planner is likely to anticipate; and
fourth, that the prudent statesman therefore turns to force only as a last resort and only when the most vital national interests are at stake. Contra Kristol, force is an “instrument” in the same sense that a slot machine or a roulette wheel qualifies as an instrument.
To consider the long bloody chronicle of modern history, big wars and small ones alike, is to affirm the validity of these conclusions. Bellicose ideologues will pretend otherwise. Such are the vagaries of American politics that within the Beltway the views expressed by these ideologues—few of whom have experienced war—will continue to be treated as worthy of consideration. One sees the hand of God at work: the Lord obviously has an acute appreciation for irony.
In the long run, however, the nattering of Kristol and his confrères is unlikely to matter much. Far more important will be the conclusions about war and its utility reached by those veterans of Iraq and Afghanistan who will eventually succeed Petraeus and McChrystal on the uppermost rung of the American military profession.
The impetus for weaning Americans away from their infatuation with war, if it comes at all, will come from within the officer corps. It certainly won’t come from within the political establishment, the Republican Party gripped by militaristic fantasies and Democrats too fearful of being tagged as weak on national security to exercise independent judgment. Were there any lingering doubt on that score, Barack Obama, the self-described agent of change, removed it once and for all: by upping the ante in Afghanistan he has put his personal imprimatur on the Long War.
Yet this generation of soldiers has learned what force can and cannot accomplish. Its members understand the folly of imagining that war provides a neat and tidy solution to vexing problems. They are unlikely to confuse Churchillian calls to arms with competence or common sense.
What conclusions will they draw from their extensive and at times painful experience with war? Will they affirm this country’s drift toward perpetual conflict, as those eagerly promoting counterinsurgency as the new American way of war apparently intend? Or will the officer corps reject that prospect and return to the tradition once represented by men like George C. Marshall, Dwight D. Eisenhower, and Matthew B. Ridgway?
As our weary soldiers trek from Iraq back once more to Afghanistan, this figures prominently among the issues to be decided there.
__________________________________________

Andrew J. Bacevich is professor of history and international relations at Boston University. His new book Washington Rules: America’s Path to Permanent War is due out in the spring.
The American Conservative welcomes letters to the editor.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Στην παρούσα σελίδα θα καταχωρηθούν αναλύσεις ο οποίες αφορούν το ευρύτερο επιστημονικά μεταμφιεσμένο ιδεολογικό κίνημα των μεταμοντέρνων. Διευκρινίζω ότι επειδή τα μεταμοντέρνα ρεύματα είναι ένα αναρίθμητο και άναρχο συνονθύλευμα άπειρων αποχρώσεων που στερείται επιστημονικής ή επιστημολογικής συνοχής, εδώ θα καταχωρούνται αναλύσεις για την ταλάντωση του εκκρεμούς αυτής της νέας ιδεολογίας που κινείται προς το άκρο εκείνο του εκκρεμούς το οποίο εύστοχα αποκαλείται αποδομησμός και ακόμη πιο εύστοχα στα ελληνικά "εθνομηδενισμός". Συστηματική εξέταση αυτών των ρευμάτων υπάρχει σε πάρα πολλά βιβλία μου, τόσο περιγραφική όσο και κριτική. Η πιο βαθιά κριτική, όμως, είναι στο Κοσμοθεωρία των Εθνών στο οποίο προχώρησα στην διάγνωση των ανθρωπολογικών και πολιτικών συνεπειών του μεταμοντερνισμού ίσαμε τις λογικές ακραίες απολήξεις, που δεν είναι άλλες από αυτές των συνεπών μηδενιστών όπως οι La Mettrie και de Sade. Πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι που κατέχουν γνωστικά το περιεχόμενο του συνεπούς μηδενισμού όσο και του σύγχρονου "ολοκληρωμένου μηδενισμού" -όπως εύστοχα το ονόμασε ο Θόδωρος Ζιάκας- μου είπαν ότι ο όρος "επιστροφή στο μέλλον των Σοδόμων και Γομόρρων των La Mettrie και de Sade" είναι εξαιρετικά εύστοχος γιατί αποτυπώνει την ανθρωπολογική και "πολιτική" δομή των λογικών απολήξεων του συνεπούς μεταμοντερνισμού. Ακόμη πιο σημαντικό για τον ελληνικό "επιστημονικό" και δημόσιο διάλογο είναι το γεγονός ότι -το ίδιο συμβαίνει και στην Εσπερία αλλά εκεί συναντούμε λιγότερο ιεραποστολικά φανατισμένους και ενίοτε εξαιρετικά συγκροτημένους στοχαστές οι οποίοι επιλέγουν αυτή την νέα ιδεολογική προσέγγιση επιδεικνύοντας υψηλή συγγραφική δεξιότητα και εξεζητημένης αναλυτικής πλοκής- επικρατεί ένα χάος. Αυτό έχει πολλά αίτια.
   
Πρώτον, για ιστορικοκοινωνιολογικούς λόγους ο εθνομηδενιστικός φανατισμός είναι μεγαλυτέρων βαθμίδων.

Δεύτερον, η ιδεολογικοπολιτική σύγχυση είναι πολύ μεγάλη και ενίοτε οφειλόμενη σε καιροσκοπικές αναρριχητικές επιδιώξεις που σχετίζονται με την νομιμοποίηση ενός πρωτότυπου ελληνικού «προοδευτισμού» με ρίζες στον μεταπολεμικό εμφύλιο πόλεμο.

Τρίτον και συναφές, βασικά, η μεταψυχροπολεμική εκδοχή του ελληνικού μεταμοντερνισμού πολλούς βολεύει. Δημιουργήθηκε μια άρρητη και αόρατη συμφωνία ανοχής και συγκλίσεων διαφόρων μιγμάτων ρευστών δοσολογιών των εξής ιδιοτήτων, συστατικών και ιδεολογικοπολιτικών παραδοχών:
            α) ενός ψευδεπίγραφου "προοδευτισμού" που κινείται ευέλικτα και καιροσκοπικά, και που προσφέρεται ως εξαγνισμός για συντηρητισμούς, ευέλικτες πολικοπαραταξιακές διακινήσεις, άντληση δολοφονικών εργαλείων κατά όποιου μιλά ορθολογιστικά και κυρίως άντλησης αποβλακωτικών επιχειρημάτων κατά όποιου πρωτοπορεί υποστηρίζοντας πως οι ιδεολογίες είναι ένα παρωχημένο μοντερνιστικό σύστημα ιδεών που αναιρεί την πολιτική δημοκρατικά νοούμενη,
              β) ενός ακόμη πιο χυδαίου και ασυνάρτητου αριστερισμού που διακινείται ευέλικτα μεταξύ αναρχισμού και κυβερνητικών γραφείων,
            γ) μιας λανθάνουσας σύγκλισης με τις ηγεμονικές αμερικανικές ηγεμονικές πολιτικές στο όνομα "φρονιμάδας", "σύνεσης" και "αναγκαιότητας υπακοής στους κυρίαρχους της μετά-εθνικής εποχής" (το τελευταίο αφορά βασικά το πνεύμα κειμένων του φιλοσόφου Ράμφου για το σχέδιο Αναν αλλά πιο πολιτικά εκδηλώθηκε κατά την διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ το 2003 με την υποκριτική αντίληψη "εμείς πίσω από τις πόρτες λέμε σε όλα ναι και στους δρόμους βάζουμε τον Λαλιώτη να κάνει διαδηλώσεις", στάση που λεγόταν σε συσκέψεις που και εγώ συμμετείχα, βεβαίως αντικρούοντάς την όσον με αφορά, και που εμπράγματα υποδηλώνεται με υποκριτικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις),
            δ) μιας βαθιάς εθνομηδενιστικής πεποίθησης μεταλλαγμένων διεθνιστών κάθε είδους (συνήθως πρώην σταλινικών και πρώην πιστών της πιπινέλλειας εξάρτησης που σήμερα συγκλίνουν απόλυτα),
            ε) μιας "επιστημονικοστοχαστικής" συνομοταξίας τα μέλη της οποίας επικαλούμενα κάποιες από τα εκατομμύρια σπουδαιοφανείς αναλύσεις του μεγάλου ακταρμά-συνονθυλεύματος των μεταμοντερνιστών δύνανται να ζουν σε μια ομοϊδεατική και αλληλό-υποστηρικτική ατμόσφαιρα που επιτρέπει παρασιτικό βίο αλλά συνάμα και κάθε είδους αναρριχήσεις που επιτρέπει η ημιμαθής και ιδεολογικοπολιτική συμβατική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κολυμπά η μεταψυχροπολεμική Ελλάδα (η οποία στερείται πλέον στοχαστικών και καλλιτεχνικών ταγών ενώ οι ελάχιστοι εναπομείναντες είναι στόχος της συνομοταξίας), 
            στ) μιας συγκεχυμένης πολιτικοστοχαστικής αντίληψης που σε οποιοδήποτε σημείο και αν βρίσκονται στις ταλαντώσεις του ιδεολογικοπολιτικού εκκρεμούς είναι εμποτισμένη με την μοντερνιστική κρατική αντίληψη του έθνους εμποδίζοντάς τους να κατανοήσουν το έθνος ως πνευματικό κτίσμα, ως πολιτισμικό επίτευγμα και ως πολιτικές εμπειρίες (μια από τις φιλόδοξες συγγραφικές σκοπιμότητες του Κοσμοθεωρία των Εθνών ήταν να "υποψιάσω" αυτούς τους δυστυχείς, οι οποίοι, υποδήλωσα, κολυμπούν μέσα σε αντίστοιχες ευρύτερες μοντερνιστικές κρατικοεθνικές παραδοχές, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ακύρωση της πολιτικής με την πρόταξη ιδεολογημάτων (ή ευγενέστερα "ιδεολογικών επιφάσεων" που προτάσσονται στις κοινωνίες με δεδηλωμένο σκοπό να διαμορφώσουν υλιστικά την υποκείμενη ανθρωπολογία),
        ζ) μιας παρακμιακής πολιτικοπαραταξιακής συνομοταξίας η οποία επειδή στερείται πνευματικού προσανατολισμού μετά από ένα αιώνα κακουχιών και παθημάτων που λόγω ανθρώπινου εγωισμού δεν έγιναν μαθήματα, βολεύεται με ημιμάθειες, αναμασήματα που προσαρμόζονται στις εκάστοτε ανάγκες κατεβάσματος του πήχη της κρατικής κυριαρχίας και εθνικής αξιοπρέπειας
        η) μιας ασυνάρτητης ιδέας για μια ανύπαρκτη (τουλάχιστον μετά το 1966) διεθνιστικής υπερεθνικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης  που κοντεύει να γίνει το καταφύγιο κάθε ημιμαθούς, κάθε ιδεολογικού ορφανού και κάθε πολιτικά ασυνάρτητου κοσμοπολίτη,  
        θ) μιας ιδεολογικοπολιτικής σύγχυσης που δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά και παγκόσμιο οφειλόμενο στα δισεκατομμύρια ορφανά –συμπεριλαμβανομένων των παιδιών τους και σύντομα των εγγονιών τους– της ψευδεπίγραφης ιδεολογικής διαπάλης του 20ού αιώνα που ενέπλεξε όλους λαούς, δημιούργησε διακρατικά αίτια πολέμου και έβαλε πολλούς σε άχαρους καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους.

Τέταρτον,  ένας ακόμη λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα ο μεταμοντερνισμός έχει μεγάλα ερείσματα είναι το γεγονός ότι βολεύει μια απύθμενη πλέον επιστημονική και επιστημολογική αμάθεια και ημιμάθεια στο πλαίσιο της οποίας –για να αναφερθώ στην σχετική εύστοχη θέση του Κονδύλη– "anything goes" και η οποία ενώ στερείται της ευρυμάθειας και επιστημολογικής πειθαρχίας πολλών μεγάλων μοντερνιστών του παρελθόντος δημιουργεί μια επίφαση επιστημονικοφανούς ακαδημαϊκής και δημόσιας παρουσίας και πολλές ευκαιρίες κυβερνητικών και ακαδημαϊκών αναρριχήσεων όποιων σε μια παρακμάζουσα και υποψήφια για συρρίκνωση χώρα φέρουν εθνομηδενιστικά πρόσημα (οτιδήποτε αυτό σημαίνει).
    Ακόμη πιο σημαντικό, ντροπιαστικά ημιμαθείς εθνομηδενιστικές θέσεις καθιερώνονται ως η συμβατικά καθωσπρέπει επιστήμη. Τα ιδεολογικά της πρόσημα αντισταθμίζουν το γνωστικό έλλειμμα και διευκολύνουν την διακίνηση σε παρασιτικά πολιτικοστοχαστικά περιβάλλοντα. Αφού όλοι μαζί συμπλέουν με την ανθρωπολογική αποδόμηση και την δικαιολόγηση του καταβάσματος του πήχη της κρατικής κυριαρχίας, η ευημερία τους είναι διασφαλισμένη.
    Επιστημονικά-πανεπιστημιακά μιλώντας, όμως, αυτά δεν είναι τα πιο σημαντικά. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός της κατάτμησης πλέον το πολιτικού στοχασμού σε αναρίθμητα δήθεν γνωστικά πεδία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο βολικά φέουδα που επιτρέπουν μια παρασιτική επιστημονική ζωή και μια ετοιμοπόλεμη δικαιολόγησή της στο όνομα αστείων παραπομπών, ακόμη πιο αστείων ομοϊδεατικών ετεροαναφορών και εμετικών τεμπέλικων περιχαρακώσεων σε κουτάκια άγνοιας που πριν μερικές δεκαετίες δεν επιτρεπόταν ούτε στα γυμνασιόπαιδα, αλλά τώρα μερικοί αξιώνουν να είναι μόνιμη κατοικία τους και πηγή τίτλων και αξιωμάτων.
    Θα μπορούσα επίσης, συναφώς με το τελευταίο σημείο, να αναφέρω και το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα του σύγχρονου πολιτικού στοχασμού, το γεγονός δηλαδή ότι στήθηκε μια παγκόσμια βιομηχανία κίβδηλων επιστημονικών νομιμοποιήσεων γιατί είναι πιο έγκυρο, δήθεν, ένα κείμενο ενός "περιοδικού αξιολογητών" από ένα γραμμένο στα ελληνικά. Βέβαια, εκτός τού ότι όποιος είναι επιστημονικά τίμιος γνωρίζει πως πλην ελάχιστων τιμητικών εξαιρέσεων, μιλάμε για συνομοταξίες ομοϊδεατών, πλέον, το επίπεδο έχει τόσο πολύ κατέβει που δεν τηρούνται ακόμη και τα προσχήματα. Ακόμη και πρόχειρη ανάγνωση κειμένων πολλών περιοδικών αξιολογητών προκαλεί θλίψη και συχνά θυμό η αποθράσυνση των θαμώνων του διεθνούς συνονθυλεύματος των λεγόμενων πολιτικών στοχαστών, των οποίων αν ο Πλάτωνας ή ο Αριστοτέλης –ή ακόμη και ο Καντ ή ο Χόμπς– διαβαζαν μερικές αράδες θα απελπίζονταν για την πορεία του πολιτικού στοχασμού. Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά αυτές τις παραστατικές αλλά πολύ αληθινές καταστάσεις του πολιτικοστοχαστικού περίγυρου.  Αφορούν εκατομμύρια φοιτητών, χιλιάδες θέσεις παρασιτικά βολεμένων και ασφαλώς ποταμούς ανορθολογικών εισροών στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις. Αφορούν επίσης αβάστακτες αδικίες κατά εγγράμματων και μορφωμένων υποψηφίων όταν επιδιώκουν θέσεις σε πανεπιστήμια καθόσον σταδιακά δημιουργείται ένα απροσπέραστο τείχος ημιμάθειας και αμάθειας.   
   Τα γνωστικά αντικείμενα των πανεπιστημίων είναι πλέον ένα απέραντο χάος από φωτογραφικές οριοθετήσεις λιλιπούτιων γνωστικών πεδίων οι φορείς των οποίων –εκτός του ότι εξ αντικειμένου συχνά κρίνονται και εξελίσσονται αναρμόδια– στην συνέχεια προπετώς απαιτούν (λόγω τυπικής-νόμιμης αρμοδιότητας των "ΦΕΚ", να κρίνουν τους ολίγους εγγράμματους και μορφωμένους νεοεισερχόμενους).
    Τέλος αλλά όχι το τελευταίο συναφές που θα μπορούσα να αναφέρω είναι η κίβδηλη νομιμοποίηση στο πλαίσιο και πέραν του "anything goes". Είναι το γεγονός ότι βόλεψε πολλούς να μιλούν επί παντός επιστητού και να αντλούν αυθαίρετα-επιλεκτικά καταρρακώνοντας κάθε αξίωση βάσιμης εκλεκτικής σύνδεσης συγγενών γνωστικών πεδίων. Χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να μελετήσουν έστω και στοιχειωδώς τα συγγενή γνωστικά πεδία κάνουν άλματα συλλογισμών εξ αντικειμένου ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά ιδεολογικοπολιτικά βολικά.
    Έτσι, συχνά παρατηρούνται τεράστια αυθαίρετα άλματα όταν οι κοινωνιολόγοι μιλούν για διεθνείς σχέσεις, οι διεθνολόγοι για φιλοσοφία, οι φιλόσοφοι για διεθνείς σχέσεις, οι ειδικοί της εκπαίδευσης για διεθνείς σχέσεις, οι νομικοί διεθνολόγοι για την ισχύ, οι ιστορικοί για διεθνείς σχέσεις, οι διεθνολόγοι για ιστορία, οι εγκληματολόγοι για το ... έθνος, και τα λοιπά, και  όλοι μαζί τα πάντα.
    Δεν υπάρχει πλέον η αναγκαία και μη εξαιρετέα βάσανος με τις πηγές, τις επιστημολογικές πειθαρχίες, τις επιστημονικές γέφυρες και την επιχειρηματολογική συνοχή. Ισχύει το «όλοι μπορούν να μιλούν για όλα επί παντός επιστητού, αβασάνιστα και με σιγουριά πως κανείς δεν θα τους ελέγξει γιατί πλέον αριθμητικά αυτό πολλοί κάνουν». Όποιοι εμμένουν σε κώδικες επιστημονικής δεοντολογίας, επιστημονικής αντικειμενικότητας, αξιολογικής ελευθερίας και βάσιμη επιστημολογική εκλεκτικότητα, δεν αποκλείεται ένας όχλος προπετών επιστημονικών βαρβάρων να τους χλευάσουν περιπαιχτικά ή και προπετώς να τους περιγελάσουν ως γραφικούς.
    Ως επιστημονικός καρκίνος αυτές οι επιστημονικές χυδαιότητες λογικό είναι να προκαλούν μεταστάσεις στα διδακτορικά, στα εκλεκτορικά σώματα και στην έρευνα και διδασκαλία. Θα έλεγα ότι, όταν το οχυρό της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας καταληφθεί από φορείς τέτοιων αντιλήψεων αποτελεί πλέον εστία μόλυνσης των ενδοκρατικών και διακρατικών σχέσεων.
    Όταν επιπλέον τα πιο πάνω μολυνθούν και από ιδεολογικές εμμονές -πχ εθνικιστικές, εθνομηδενιστικές, διεθνιστικές, κοσμοπολίτικες, φασιστικές κτλ- έχουμε ύβρεις, ακαταλόγιστους απολίτιστους χαρακτηρισμούς, δολοφονικά υπονοούμενα, συγκεχυμένες και αδιέξοδες ιδεολογικοπολιτικές διαμάχες πολεμικού αν όχι αιμοσταγούς χαρακτήρα και εμπλοκές πολιτικών, γυρολόγων του πολιτικοστοχαστικού περιγύρου και ετοιμοπόλεμες λίστες υπογραφών όπου συνομαδώνονται και εκτίθενται ενδόμυχες επιθυμίες ή απύθμενη επιστημονική ανευθυνότητα (π.χ οι λίστες για την στήριξη του φασιστοειδούς σχεδίου Αναν)

Πέμπτον, συμπυκνώνει μια μεταβατική φάση ιδεολογικοπολιτικής ασυναρτησίας αφετηρία της οποίας ήταν ο 16ος αιώνας και συμβολικό τέλος ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου. Βασικά ως συνονθύλευμα-ακταρμάς θεωρημάτων και ιδεολογημάτων είναι μια ακόμη μεταφυσική πολιτική θεολογία –στερείται οντολογικών θεμελίων στο ανθρωπολογικό επίπεδο– που δημιουργεί μια (μετά)μοντερνιστική δεξαμενή των αποτυχημένων ιδεολογιών. Αποτελεί και είδος τέλματος όπως προείπαμε Σοδόμων και Γομόρρων μέσα στο οποίο όσοι πειστούν και εισέλθουν απλά θα υποστούν ζημιές. Αυτή την φορά όμως θα είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ότι κάποιοι υπέστησαν στο παρελθόν, καθόσον σε προχωρημένη και ανίατη μορφή δημιουργεί πνευματική και ανθρωπολογική σήψη και αποσύνθεση, κατάσταση η οποία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μεγάλες κακουχίες.
    Για παράδειγμα, όταν μελλοντικά η Ελλάδα συρθεί σε μια "μεταεθνική" λύση στο κυπριακό κανείς δεν θα ψάχνει τους γυρολόγους αναρριχητές των πολιτικοστοχαστικού περίγυρου όταν Τουρκία και Ελλάδα θα συρθούν σε μια βέβαια αιματηρή διαμάχη ενδεχομένως πολλών δεκαετιών ή αιώνια. Σε πέντε δεκαετίες δεν θα υπάρχει κάποια "μεταεθνική εποχή" αλλά ένας εθνοκρατοκεντρικός κόσμος (όπως εξάλλου προβλέπει το διεθνές δίκαιο έστω και αν δεν εφαρμόζεται πάντοτε) εθνών που υιοθετούν την κοινή κοσμοθεωρία της Εθνική Ανεξαρτησίας, αλλά πουθενά δεν θα υπάρχουν οι θαμώνες του εθνομηδενισμού που πρωθούν μια τέτοια καταστροφή.
       Ακόμη, όταν πρόσφατα πήγα στην Ρόδο ήταν απίστευτη η ανασφάλεια και ο φόβος. Όσοι λοιπόν πείσουν ότι οι έλληνες κατά λάθος, δήθεν, υπάρχουν ως έθνος, καθότι δεν υπάρχει τέτοια έννοια και πως η προσκόλλησή μας στην πατρίδα μας, στην κυριαρχία μας και στην επί πολλούς αιώνες κτισμένη εθνική μας κοσμοθεωρία είναι δήθεν εθνικιστική στάση, και τα λοιπά και τα λοιπά, κανείς από τους εθνομηδενιστές δεν θα βρίσκονται επί τόπου σε μερικές δεκαετίες για να μετρήσουν τις ζημιές και να απολογηθούν. Όλα τώρα κρίνονται, καθότι το διεθνές δικαστήριο είναι το δικαστήριο της ιστορίας και το διεθνές δίκαιο είναι η διεθνής τάξη που τα κράτη δέχονται όταν υπογράφουν συνθήκες. Οι άτυχοι ή απρόσεκτοι της ιστορίας είναι οι μη έχοντες αυτά που είχαν και θα μπορούσαν νομίμως και νομιμοποιημένα να συνεχίσουν να έχουν. Όσοι εισέλθουν μέσα στο πολιτικό κενό αέρος που λέγεται "μεταεθνική εποχή" (ή συνηθέστερα και πιο χυδαία "παγκοσμιοποίηση", καθότι έχουμε μεταφράσει ιδεολογικά τον όρο globalization-πλανητικοποίηση) θα εξασθενίσουν και αποθάνουν ανθρωπολογικά και πολιτικά.  
    Ένα τελευταίο παράδειγμα από τα πολλά που θα μπορούσαν να αναφερθούν, όταν όπως ταχύρρυθμα συμβαίνει θα συρρικνωθεί η ελληνική κυριαρχία, το κατέβασμα του πήχη των ελληνικών νόμιμων, θεμιτών και νομιμοποιημένων συμφερόντων απλά θα κατέβει. Η τωρινή διεθνής νομιμότητα δεν θα εφαρμοστεί και θα μελλοντικά θα ισχύει μια άλλη προσαρμοσμένη στα συμφέροντα του ισχυρότερου. Τα 12 μίλια χωρικών υδάτων -και τα συμπαρομαρτούντα ζητήματα της υφαλοκρυπίδας, του εναέριου χώρου και του ευρύτερου υποθαλάσσιου χώρου μέχρι την Κύπρο- απλά δεν θα είναι ελληνικά όπως προβλέπει σήμερα το διεθνές δίκαιο, αλλά θα ανήκει σε κάποια άλλη κυριαρχία στην οποία δεν κυριαρχούσαν οι εθνομηδενιστές-αποδομηστές.
Σε μερικές δεκαετίες όταν κάποια εγγόνια -όπως εμείς τώρα κάνουμε για τους δικούς μας παππούδες- θα διερωτώνται γιατί βρίσκονται μέσα σε ένα φαύλο κύκλο αδυναμίας και υποτίμησης όλοι οι νυν γράφοντες θα βρίσκονται άλλοι σε τόπο χλοερό παραδεισένιο και άλλοι σε κάποιο καζάνι κάποιας κόλασης (στην περίπτωση βεβαίως που δεν ο επίγειος δεν είναι τερματικό όπως πολλοί πιστεύουν).

Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσα να αναφέρω εδώ εισαγωγικά για τα αίτια του εθνομηδενισμού στην Ελλάδα είναι το ολοένα και βαθύ φαινόμενο των διεθνικών συσπειρώσεων. Όποιος θέλει να κατανοήσει στοιχειωδώς την διαλεκτική σχέση μεταξύ διεθνούς τάξης, διεθνούς δικαιοσύνης και διεθνούς κατανομής πόρων μπορεί να διαβάσει κάποιο καλό κείμενο. Όσον με αφορά αναλύω αυτά τα ζητήματα εκτενέστατα στις δύο τελευταίες μονογραφίες. Εδώ λέω μόνο ότι τα προβλήματα του πολιτικοστοχαστικού χώρου ο οποίος πλέον διαμορφώνει μαζικά γνώμη διανεμητικού χαρακτήρα επί κάθε ζητήματος (σχέδιο Αναν, Κόσοβο, Μακεδονικό, μετανάστευση, ελληνοτουρκικές "διαφορές", κτλ), έχει τελείως ξεφύγει από την θέαση των πολιτών ενός κράτους ή των πολιτών σε όλα τα κράτη.
    Η αλληλεξάρτηση επειδή για διάφορους λόγους δεν οδηγεί σε μια εύρωστη διακυβερνητική διεθνή διακυβέρνηση, ποικίλοι δρώντες κινούνται διεθνικά, ρευστά και αόρατα και ομαδοποιημένοι σύμφωνα με τα ρευστά και ιδιοτελή συμφέροντά τους:  Διεθνικές κινήσεις τρομοκρατών, λαθρεμπόρων, μεταναστατευτικών ρευμάτων, λιγότερο ή περισσότερο κίβδυλων φορέων επιστημονικών τίτλων, διεθνικών μέσων επικοινωνίας, πρακτόρων μυστικών υπηρεσιών ενίοτε αυτονομημένων από τα κράτη τους, χρηματοοικονομικών κερδοσκόπων όπως ο Σόρος κτλ. Κάλλιστα μπορώ να ερωτήσω ως εξής: Πόσοι διεθνικοί μή κυβερνητικοί οργανισμοί υπάρχουν, ποιος ασκεί πάνω τους κοινωνικοπολιτικό έλεγχο και ποιος υπόκειται ή ωφελείται από τις διανεμητικές επιδράσεις των δράσεών τους;
        Ακόμη πιο σημαντικό, συνειδητά ή ασυνείδητα πολλοί φορείς του δικού μου χώρου, του ακαδημαϊκού, είναι πλέον πολυσύχναστοι θαμώνες διεθνικών συνάξεων ποικιλόχρωμα χρηματοδοτημένων που εκτιμώ ότι όταν δεν είναι αυστηρά επιστημονικού-ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Για σκεφτείτε για λίγο την εικόνα φορέων επιστημονικών τίτλων, κερδοσκόπων, εφοπλιστών, αξιωματούχων κρατικών υπηρεσιών νυν και πρώην, εγγραμμάτων και αγραμμάτων, πολιτικών προσώπων, αντιπροσώπων πολυεθνικών εταιρειών όπως η Coca Cola, χρηματιστών όπως ο Σόρος, και τα λοιπά, οι οποίοι με ιεραποστολικό ζήλο και ιδεολογικό μένος που υποκρύπτει ασφαλώς κάποια συμφέροντα ή κάποιες αξιώσεις ισχύος για διεθνείς αλλαγές και ανακατανομές συμφερόντων και συνόρων, διοργανώνουν "συνέδρια", γράφουν βιβλία ιστορίας για τις Βαλκανικές χώρες, υποστηρίζουν το σχέδιο Αναν, υπογράφουν συνονθυλευματικές λίστες υιοθετώντας θέσεις το λιγότερο αμφιλεγόμενες, υποστηρίζουν την διάσπαση της Σερβίας στο Κόσσοβο ή αύριο ζητούν τον διαμελισμό της Τουρκίας ή κάποιου άλλου κράτους.
    Εκτιμώ ότι τέτοια φαινόμενα αλλάζουν συλλήβδην την εικόνα του ασκητικού ακαδημαϊκού που αναζητά στοχασμούς κοινωνικοπρακτικά χρήσιμους, υψηλών επιστημονικών βαθμίδων και γι' αυτό οικουμενικής εμβέλειας και ο οποίος έστω και αν πει κάτι λάθος οφείλεται όχι στο ότι τον επηρέασε ο Σόρος ή τα τσιράκια του αλλά επειδή προβληματίζεται στοχαστικά αδέσμευτα καταθέτοντας απόψεις που βρίσκονται διαρκώς υπό την αίρεση τόσο πραγματολογικών επαληθεύσεων ή διαψεύσεων όσο και ελέγχων από καλόπιστους και καλοπροαίρετους ομότεχνους.
    Τώρα, για το πως θα μπορούσε να διαφθαρεί ο ακαδημαϊκός χώρος από φαινόμενα όπως τα πιο πάνω, δεν είναι του παρόντος, και έχει αναλυθεί σε άλλη περίπτωση.   

--------------------------------------------------------------------
Σημείωση. Το κείμενο βρίσκεται σε μια πρώτη μορφή και σύντομα θα αναρτηθεί στην τελική του μορφή
Τα αίτια των εθνομηδενιστικών παραδοχών
και η όχι και τόσο αντιφατική σύμπλευσή τους με τις θέσεις του Φαλμεράιερ για το ελληνικό έθνος
Για θεωρητικές θεμελιώσεις και 244 δοκιμιακές σημειώσεις τέλους επί συναφών ζητημάτων βλ. το τελευταίο μου βιβλίο Κοσμοθεωρία των Εθνών.
περιεχόμενα δοκιμίου


Τα ιδεολογήματα περί της καταγωγής των ελλήνων ανασύρονται κατά καιρούς από ιστοριογραφικά χρονοντούλαπα ασήμαντων και δευτερογενών γεγονότων, από δευτερογενείς ιστορικές ανεκδοτολογίες ατομικών υποθέσεων και από επιστημονικά μεταμφιεσμένα προπαγανδιστικά εγχειρίδια του μεγάλου ιστοριογραφικού τέλματος των Νέων Χρόνων. Τελευταία, αυτά αναμιγνύονται με ρητά ιδεολογικοπολιτικά προσανατολισμένες αποδομηστικές-εθνομηδενιστικές παραδοχές του μεγάλου μεταμοντέρνου συνονθυλεύματος θεωρημάτων και ιδεολογημάτων. Αυτά δεν θα είχαν και πολύ σημασία αν δεν τα υποστήριζε, πλέον, μια μεγάλη στρατιά εγχώριων φορέων παρωχημένων και από καιρού αναιρεμένων εθνομηδενιστικών αντιλήψεων.
    Είτε μιλάμε για τις θέσεις του Φαλμεράιερ είτε για κάποια άλλη φιλελεύθερη, μαρξιστική, ναζιστική ή κάποιας άλλης απόχρωσης αντίληψη για την κρατική και εθνική συγκρότηση, είναι απολύτως αδύνατο να αντιληφτούμε την ουσία και το διακύβευμα αν δεν καταλάβουμε ότι οι ρίζες των θεωρημάτων τους έχουν μια κοινή καταγωγή, τον μοντερνιστικό υλισμό των Νέων Χρόνων. Κοινό τους γνώρισμα, θα εξηγήσω στην συνέχεια, είναι το γεγονός ότι αντί Πολιτικής κλασικά νοούμενης ως κοινωνική αυτοσυγκρότηση και αυτοθέσμιση στον Δημοκρατικό Δήμο όπου οι πολίτες ασκούν τον ρόλο του εντολέα επί της εντολοδόχου εξουσίας, προτάσσονται ιδεολογικά δόγματα και ιδεολογικά επινοημένα εποικοδομήματα τα οποία επιδιώκουν να διαμορφώσουν την επικείμενη ανθρωπολογία.

Ένα ακόμη ζήτημα της ιστοριογραφίας είναι οι σχετικοποιήσεις μεταξύ γεγονότων της ιστορικής διαχρονίας. Τα ιστοριογραφήματα καμιά αξία δεν έχουν αν δεν εντάσσονται σε μια βάσιμη ιστορική σχετικοποίηση που ολοκληρώνει βάσιμα το ιστορικό μέρος στο ιστορικό όλο και που διατυπώνει βάσιμες εκτιμήσεις για το κατά πόσο η πορεία του πολιτικού πολιτισμού κινείται ανοδικά ή καθοδικά (και ποια γεγονότα προκαλούν ανοδική ή καθοδική τροχιά). Επισημαίνω ότι το αντίθετο συμβαίνει, δηλαδή ασήμαντα μεμονωμένα γεγονότα επειδή βολεύουν κάποιες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις σχετικοποιούν στρεβλά τα μακροϊστορικά γεγονότα.
    Για τους υποψιασμένους, αυτό είναι κάτι το σύνηθες στην μοντερνιστική ιστοριογραφία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και εσχάτως στις λεγόμενες διεθνείς σπουδές. Μέσα στις τελευταίες, συχνά αγνοώντας πλήρως το λίγο αλλά αξιόπιστο επιστημονικό κεκτημένο της Θουκυδίδειας παράδοσης, συνωστίζονται άναρχα ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, θεσμολόγοι και κοινοί προπαγανδιστές οι οποίοι στο μεγάλο και διεθνικό πλέον αλισβερίσι του πνεύματος υπηρετούν ιδεολογίες και συμφέροντα κάθε είδους και μιλούν επί παντός επιστητού κάνοντας τεράστια άλματα και σφάλματα.
Η αξιόπιστη ιστοριογραφία και διεθνολογία της Θουκυδίδειας παράδοσης είναι διαφορετική. Όπως εύστοχα αποτιμά την επιστημολογία και την μεθοδολογία του Θουκυδίδη η Jacqueline Romilly, η Θουκυδίδεια Παράδοση διδάσκει ότι η ιστορία απαιτείται να είναι αυστηρά αξιολογικά ελεύθερη, να διακρίνετε από αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, να συναρτά την λεπτομέρεια με το γενικό και το συνολικό, να δίνει πληροφορίες για γεγονότα που αφορούν σημαντικούς σκοπούς, να συναρτά τις αναφορές με το καθολικό-διαχρονικό, να παραθέτει γνώμες, προθέσεις κτλ μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, να εστιάζει την προσοχή στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, να παράγει πορίσματα καθολικής, διαχρονικής και γενικότερης αξίας, να περιγράφει, να αναδεικνύει και να συναγάγει διλήμματα και τα προβλήματα αφήνοντας τον ενδιαφερόμενο να συναγάγει δικά του ηθικοπρακτικά συμπεράσματα και να μην περιέχει ιστορικές ανακρίβειες. Τέτοιες ιδιότητες, όμως, δεν χαρακτηρίζουν την πλειονότητα των μοντερνιστικών και των μεταμοντέρνων ιστορικών κειμένων.

Υπό μια ευρύτερη οπτική οι θεωρήσεις συγκρότησης και συγκράτησης του κράτους και του διεθνούς συστήματος διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες:
    Από τη μια πλευρά είναι αυτοί που θεωρούν το έθνος ως ένα διαχρονικά σταθερό πνευματικό, πολιτισμικό και πολιτικό προσανατολισμό ενταγμένο σε ένα ευρύτερο προσανατολισμό ανοδικής πορείας του πολιτικού πολιτισμού. Ένα έθνος ως πνευματική, πολιτισμική και πολιτική –και στην πολιτειακή εκδοχή της ως ανθρωπολογική– δομή, άλλοτε αναπτύσσεται, άλλοτε μένει στάσιμη και άλλοτε οπισθοδρομεί. Πρόοδοι στις τέχνες, στα γράμματα και στον πολιτισμό της δημοκρατίας κτίζει το έθνος θετικά. Μια γενοκτονία κατά ενός άλλου έθνους ή αρνητικές πολιτικές εμπειρίες όπως δεσποτισμοί και δικτατορίες αποτελούν οπισθοδρόμηση. Η ανοδική φορά χαρακτηρίζεται από πολιτισμικά επιτεύγματα και από πολιτικές εμπειρίες δημοκρατικής συγκρότησης.
       Από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι ποικιλόχρωμες υλιστικές ιδεολογίες του μοντερνισμού. Αφού επί αιώνες νοηματοδότησαν το έθνος ρατσιστικά επιχειρούν τώρα να αποδομήσουν τις εθνικές ανθρωπολογικές δομές που κτίστηκαν ερήμην και εις πείσμα των ιδεολογιών κάτω από τα θεμέλια των κρατικών εποικοδομημάτων. Αξίζει να επισημανθεί η εξής ειδοποιός διαφορά: Ο εθνομηδενισμός αποτελεί ύστερο φαινόμενο και θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο αντίπαλο του πολιτικού πολιτισμού στην ανοδική του πορεία που άξονα έχει την εθνική συγκρότηση. Αν και εθνομηδενιστικές παραδοχές πάντοτε υπέβοσκαν περιμένοντας την ευκαιρία να ροκανίσουν τα θεμέλια της ανθρωπολογικής συγκρότησης των εθνών, τα αποδομηστικά ιδεολογήματα βρήκαν παράθυρο ευκαιρίας λόγω κατάρρευσης των ιδεολογικών σχημάτων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και ως εκ τούτού λόγω αναπόφευκτης σύγχυσης σε ένα μεγάλο φάσμα των πολιτικών ελίτ, των πνευματικών ανθρώπων και των πολιτών.

Στο καθαρά ανθρωπολογικό επίπεδο της καθημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, βέβαια, και ανεξάρτητα του κατά πόσο αυτό γίνεται συνειδητά ή ανεπίγνωστα, τα μέλη των εθνών προσπερνούν τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της μοντερνιστικής περιόδου. Όπως πάντοτε έκαναν ακόμη και υπό πολύ πιο αντίξοες συνθήκες, αυτοσυγκροτούνται ανθρωπολογικά. Αναβιώνουν τις εθνικές τους κοσμοθεωρίες και καθιστούν τον πνευματικό κόσμο των πολιτών τους κύριο διαμορφωτικό παράγοντα της δημόσιας σφαίρας. Όχι χωρίς δυσκολίες, βεβαίως, γιατί ο διακρατικός και πνευματικός κυκεώνας της μοντερνιστικής εποχής που διήρκεσε από τον 16ο αιώνα μέχρι και τον 20ο αιώνα μας συνοδεύει στον 21ο αιώνα. Τα πολιτικά και πνευματικά βαρίδια αφορούν δύο κυρίως ζητήματα:
    Πρώτον, τα τείχη πολλών κρατών γύρω από την δημόσια σφαίρα που εμποδίζουν τον πνευματικό κόσμο να εισρεύσει για να την διαμορφώσει σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε έθνους.
    Δεύτερον, την φορά κίνησης της έμμεσης αντιπροσώπευσης προς περισσότερο δεσποτισμό σε πολλά καθεστώτα απόρροια πρακτικών της μοντερνιστικής εποχής. Μέσα στις μοντερνιστικές παραδοχές και στην μοντερνιστική πολιτική πρακτική, θα πρόσθετα, είναι κτισμένη μια ελιτίστικη αντίληψη της πολιτικής με κύρια συνέπεια την μεγέθυνση του χάσματος μεταξύ πολιτών-εντολέων και εντολοδόχου εξουσίας. Βασικά, οι καθιερωμένες πρακτικές ελιτισμού κα ελλειμματικής δημοκρατικής συγκρότησης εμποδίζουν αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση μιας πραγματικής δημοκρατίας.  Δηλαδή, κίνηση των πολιτικών συστημάτων με φορά προς μια ολοένα και πιο στενή σχέση μεταξύ πολιτών εξουσίας που θα εκμεταλλεύεται, επιπλέον, την τεχνολογία για ολοένα υψηλότερες βαθμίδες άμεσης δημοκρατίας.
    Από αυτή την άποψη, ο μεταμοντερνισμός μπορεί να θεωρηθεί και ως ένας συγκεχυμένος ή και απελπισμένος μοντερνισμός ο οποίος έχοντας κατανοήσει την σημασία του πνευματικού κόσμου των πολιτών στα πολιτικά πράγματα προσπαθεί να τον αποδομησει.  

Στον αντίποδα των μοντερνιστικών και μεταμοντέρνων παραδοχών βρίσκεται η πραγματικότητα της εθνικής αυτοσυγκρότησης και αυτοθέσμισης. Κύριο χαρακτηριστικό μιας εθνικής διαμόρφωσης είναι το γεγονός ότι ο πνευματικός κόσμος των πολιτών αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της ανθρωπολογικής συγκρότησης. Η πνευματική ανάπτυξη εντός μιας πολιτειακά ανθρωποκεντρικά συγκροτημένης δομής είναι ευθέως ανάλογη των ολοένα υψηλότερων βαθμίδων δημοκρατίας και πολιτικής ελευθερίας (σύμφωνα και με την σχετική τυπολογία το Γιώργου Κοντογιώργη) και το αντίστροφο. Αναπόδραστα, το δυσκολότερο ερώτημα αφορά την οντολογία του Κοινωνικού και τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του Πολιτικού.

Στην κλασική κοινωνιοκεντρική παράδοση το Πολιτικό γεγονός προσδιορίζεται από ένα ήδη ανθρωπολογικά διαμορφωμένο Κοινωνικό γεγονός. Το έθνος προηγείται του κράτους. Οφείλουμε να πούμε ότι το "σημείο μηδέν" μετά από το οποίο διαπιστώνετε η ύπαρξη έθνους δεν είναι πάντα γνωστό. Εύλογα βέβαια τίθεται το ερώτημα κατά πόσο το ενδιαφέρον ζήτημα είναι το "σημείο μηδέν" ή οι διαχρονικά καταμαρτυρούμενες κοινωνικοοντολογικές διαμορφώσεις οι οποίες προσφέρουν άφθονες αν όχι άπειρες μαρτυρίες για τα γεγονότα που συγκροτούν και συγκρατούν τα έθνη, τα κράτη και τον κόσμο, ή αντίστροφα τα αποδομούν.
    Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του "σημείου μηδέν", είναι αδύνατο να αμφισβητηθεί η ύπαρξη του έθνους ως πνευματικής, πολιτισμικής και ανθρωπολογικής οντότητας που ακατάπαυστα αξιώνει εθνική ανεξαρτησία, αγωνίζεται για να την αποκτήσει και στην συνέχεια αγωνίζεται για να την διασφαλίσει. Ένα κύριο γνώρισμα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού είναι το γεγονός ότι, έχοντας ως αφετηρία ένα όντως σημείο μηδέν -την εξαθλιωμένη ανθρωπολογία των δουλοπαροίκων της μετά-Μεσσαιωνικης εποχής-, αδυνατούν να δουν ότι ανεξαρτήτως επιπέδου ανάπτυξης του ανθρωποκεντρικού πολιτικού πολιτισμού στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη, τα ανθρωπολογικά κτίσματα διαθέτουν απέραντο ιστορικό βάθος και συχνότατα υψηλές βαθμίδες εθνικής συγκρότησης. 

Στην μοντερνιστική παράδοση επικρατεί η αντίληψη του κρατικού-έθνους: Το ιδεολογικά προσδιορισμένο κρατικό εποικοδόμημα προηγείται και διαμορφώνει ανθρωπολογικά την κοινωνία. Πολιτική κλασικά νοούμενη ως άμεση δημοκρατία δεν νοείται καθότι η ελιτίστικη δεν το επιτρέπει. Το ενδεχόμενο μεγαλύτερης δημοκρατίας (καθώς επίσης δικαιοσύνης  και πολιτικής ελευθερίας) τίθεται ως εσχατολογική υπόσχεση συχνότατα μεταμφιεσμένη με κοσμοϊστορικά σχέδια.
    Η πολιτική συνοχή διασφαλίζεται με "ορθολογιστικούς νόμους" οικουμενικής εμβέλειας. Παρά τις εξεζητημένες και φιλότιμες προσπάθειες πολλών να κτίσουν γέφυρες μεταξύ της ανθρώπινης ετερότητας των πολιτών και της κατά βάση εξωπολιτικής νομικής δομής, η μοντερνιστική δομή είναι, αναπόδραστα, υλιστική. Απαιτεί από τους πολίτες να προσέρχονται μέσα στην δημόσια σφαίρα ως ιδιώτες που πρέπει να συμπεριφέρονται σύμφωνα με λειτουργιστικά-υλιστικά κριτήρια και όχι να ασκούν τον ρόλο του πολίτη ως πρόσωπα προικισμένα με απέραντη πνευματική και αισθητή ετερότητα.
    Στην ύστερη εκδοχή του, στον μεταμοντερνισμό και στις έσχατες απολήξεις των ποικιλόχρωμων εκδοχών των εθνομηδενιστικών παραδοχών, το κράτος είναι πλέον ένα δοχείο ισχύος εντός του οποίου η συμμόρφωση στις νομικοθεσμικές δομές επιδιώκεται να επιτευχθεί αποδομώντας το έθνος ανθρωπολογικά. Άτομα-ιδιώτες χωρίς, ψυχόρμητα, χωρίς ταυτοτητες, χωρίς ιστορικές μνήμες και χωρίς εν γένει ετερότητα, είναι εύπλαστοι, μετακινίσιμοι και μεταλλάξιμοι. Είναι εν ολίγοις εύκολο να διακυβερνηθούν απρόσκοπτα και σε λειτουργιστική ωφελιμιστική-χρησιμοθηρική βάση. Έτσι γίνονται "ευκολότεροι πολίτες": Με ιεραποστολικό ιδεολογικό μένος γνώριμο πλέον σε πολλούς πνευματικούς υπηρέτες των πολιτικών ελίτ, επιδιώκεται η αποδόμηση του προσώπου μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα.

Θα προσπαθήσουμε να δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ της δημοκρατικής-εθνικής αντίληψης και της μοντερνιστικής-μεταμοντέρνας. Η συζήτηση εδώ θα είναι συμπερασματική και επιγραμματική. Για περαιτέρω ανάλυση ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στα βιβλία του γράφοντος, ιδιαίτερα στην τελευταία μονογραφία και στην βιβλιογραφία που παραπέμπω εκεί. Η πλέον θεμελιωμένη και τεκμηριωμένη ανάλυση για τον μεταμοντερνισμό, πάντως, βρίσκεται στα βιβλία του Παναγιώτη Κονδύλη, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού και του το Πολιτικό και ο Άνθρωπος.  


Από άποψη συγκρότησης και συγκράτησης των εθνών, των κρατών και του κόσμου, πάντοτε συντομογραφικά και σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι οι απαρχές της εθνικής συγκρότησης έχουν ως συμβολική αφετηρία το πέρασμα από την εποχή της προπολιτικής βαρβαρότητας στην εποχή του πολιτικού πολιτισμού και του δημοκρατικού πολιτειακού βίου στην κλασική Αρχαιότητα. Αυτός ο απέραντος και ιστορικοπολιτικά απροσμέτρητης ανθρωπολογικής ποικιλομορφίας κόσμος ποτέ και καμιά σχέση δεν είχε με σύγχρονες υλιστικές νοηματοδοτήσεις της πολιτικής.
Πάντοτε, ακόμη και στην εποχή της κυριαρχίας των μοντερνιστικών ιδεολογιών, ο πνευματικός κόσμος των ανθρώπων αποτελούσε την  ισχυρότερη εισροή των ανθρωπολογικών διαμορφώσεων. Μέτρα και σταθμά δεν υπάρχουν ούτε βέβαια και συνταγές –όπως θέλουν να πιστεύουν τα πολιτικά διεστραμμένα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα και πολύ περισσότερο τα διάδοχά τους γνωστικά εκφυλλισμένα μεταμοντέρνα θεωρήματα και ιδεολογήματα–, γιατί η μέθεξη, η σύμμιξη και η ολοκλήρωση ανθρωπίνων ετεροτήτων που συγκροτούν τις συλλογικές ανθρωπολογικές δομές δεν επιδέχεται ποσοτικές μετρήσεις.
Η ανθρωπολογική συγκρότηση ανεξάρτητα από τα κατά καιρούς μεταφυσικά δόγματα πολιτικής θεολογίας –θρησκευτικής ή "ορθολογιστικής" πολιτικής θεολογίας, καθότι μορφικά είναι πανομοιότυπες– ως εκ της φύσεώς της είναι ανθρωποκεντρικής ιδιοσυστασίας και ερμηνεύεται επαρκώς από την κλασική πολιτική φιλοσοφία, κυρίως την άφθαστη ανθρωποκεντρική Αριστοτελική αρχολογία, ανθρωποκεντρική θεολογία και κοινωνική οντολογία.

Για τις ανάγκες του παρόντος σύντομου κειμένου, τονίζεται ότι εν μέσω δυσκολιών, αναστολών και αντιστροφών, η πνευματική, πολιτισμική, πολιτική και ανθρωπολογική πορεία των εθνών κινούταν με φορά ανοδική μέχρι και την παρακμή και στην συνέχεια την πτώση, της Βυζαντινής Οικουμένης. Δεν λέμε ότι ήταν μια εύκολη πορεία. Αυτό που λέμε ατενίζοντας με πολιτικό και στοχαστικό δέος τα μικρά και μεγάλα ιστορικά κύματα), είναι ότι συνολικά η πορεία ήταν ανοδική αν δούμε τις διαδοχικές μεταβάσεις από την Αρχαιότητα στην ελληνιστική περίοδο, στην Ρωμαϊκή εποχή και στην Βυζαντινή Οικουμένη.
        Όπως θα επισημάνουμε στην συνέχεια, η πορεία της πνευματικής, πολιτισμικής και ανθρωπολογικής αυτοσυγκρότησης των εθνών δεν τερματίστηκε μετά την κυριαρχία των υλιστικών παραδοχών τον 18ο και 19ο αιώνα και παρά το φαινόμενο της αποικιοκρατικής καταδυνάστευσης που αναμφίβολα αποτέλεσε κύριο ανασταλτικό φαινόμενο.
Τα έθνη αν και με επιβραδυμένο ρυθμό εις πείσμα των ιδεολογικών εποικοδομημάτων συνέχισαν να αυτοσυγκροτούνται πνευματικά, πολιτισμικά και ανθρωπολογικά καιροφυλακτώντας για να εγερθούν ευκαιρίας δοθείσης.

Η έλευση και σταδιακή κυριαρχία του υλισμού μετά τον 16ο αιώνα, πάντως, και ο εγγενώς αντί-πνευματικός χαρακτήρας όλων των υλιστικών ιδεολογιών, είναι το κύριο αίτιο μιας διαρκούς καταστροφικής ταλάντωσης του εκκρεμούς των μοντερνιστικών ερμηνειών προς δύο πόλους:
Στην μια πλευρά του εκκρεμούς βρίσκονται οι εθνοφυλετικές και ρατσιστικές νοηματοδοτήσεις της αντίληψης του "κρατικού έθνους" που κλιμακώθηκαν σταδιακά από τα ελίτ των Αστικών κρατών της Ευρώπης και στην συνέχεια από τον αστικοφιλελευθερισμό στην Δυτική Ευρώπη και στην Βόρειο Αμερική.
Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα μετά τον 19ο αιώνα και την έλευση της μαζικοπαραγωγής και της μαζικοκατανάλωσης,  βρίσκεται το μεγάλο συνονθύλευμα πνευματικά θολών και πολιτικά χαρούμενων αντιλήψεων περί κρατικής (ή και πλανητικής) πολιτικής συγκρότησης: Αναρίθμητα μεταμοντέρνα θεωρήματα θεωρούν ότι τα κράτη και ο πλανήτης μπορεί να συγκροτηθεί πολιτικά από αμέριμνους «πολίτες του κόσμου».
Για κάποιους ανερμήνευτους και μεταφυσικά προσδιορισμένους λόγους οι "πολίτες" αυτοί θα συναλλάσσονται ευθύγραμμα, απρόσκοπτα και ειρηνικά. Στην καλύτερη περίπτωση, ή στην χειρότερη περίπτωση ανάλογα με τις ανάγκες συγκράτησης-συμμόρφωσης των κανονιστικών διατάξεων, υποστηρίζεται η δημιουργία κοσμοπλαστικών θεσμών κρατικού ή πλανητικού χαρακτήρα.
Πρόκειται για θεσμικοτεχνικές κανονιστικές δομές ιδεολογικά εμπνευσμένες, οι οποίοι είναι τόσο στενόχωρες ώστε η ανθρώπινη ετερότητα στριμώχνεται και ασφυκτιά, ή κατά περίπτωση, ευκαιρίας δοθείσης εκρήγνυται αστάθμητα και επαναστατικά αξιώνοντας κοινωνιοκεντρική αυτοθέσμιση-Δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία.
Οι προγραμματικά στενόχωροι και απροσδιορίστου ανθρωπολογικού περιεχομένου θεσμοί, εξ ορισμού υλιστικών -λειτουργιστικών προσανατολισμών, δεν είναι τυχαίο ότι απαιτούν πνευματικά κενούς, οντολογικά έωλους «πολίτες του κόσμου». Απαιτούν να είναι, κατά προτίμηση ατομιστές και πνευματικά απονευρωμένοι συντελεστές της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Όχι πνευματικά ζωντανούς πολίτες των οποίων η ανθρωπολογική και πολιτική ολοκλήρωση υπό δημοκρατικές συνθήκες είναι ένα διαρκές και αστάθμητο στοίχημα. Σίγουρα αν οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε μηχανές με ιδιότητες ωφελιμιστικών και χρησιμοθηρικών επιλογών, μια εθνομηδενισμένη υλιστική δημόσια σφαίρα θα λειτουργούσε ευθύγραμμα και απρόσκοπτα. Για τους ανυποψίαστους, αυτό περίπου υποστήριξαν οι εξαιρετικά ευφυείς συνεπείς υλιστές La Mettrie και de Sade στο μέλλον των οποίων μας επιστρέφουν τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα.
Το μαζικοπαραγωγικό και μαζικοκαταναλωτικό «ιδεώδες» είναι, όπως θεμελίωσε ο Παναγιώτης Κονδύλης, η κύρια κοσμοθεώρηση όλων των συνεπών μεταμοντέρνων θεωρημάτων. Ουσιαστικά, έτσι γεννήθηκαν οι μεταμοντέρνες εθνομηδενιστικές τάσεις οι οποίες, στο λεγόμενο «επιστημονικό» πεδίο αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό στίβο οδηγούν σε ανεπίγνωστα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα και εθνομηδενιστικές στάσεις και συμπεριφορές.
Για να το διατυπώσουμε και διαφορετικά, το πολιτικό ιδεώδες του Δήμου της Δημοκρατίας αντικαθίσταται, σύμφωνα με αυτή την πολιτικά διεστραμμένη αντίληψη, από εξωπολιτικές συνομαδώσεις μέσα στις οποίες συνυπάρχουν κοινωνικοπολιτικά ανέντακτοι εξωπολιτικοί και εθνικά απονευρωμένοι ατομιστές. Ακόμη πιο παραστατικά: Το ιδεώδες του πνευματικά συγκροτημένου πολίτη με ρητή πολιτειακή αναφορικότητα υπό συνθήκες εθνοκρατικής ανεξαρτησίας προικισμένης με κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη διανεμητική δικαιοσύνη, αντικαθίσταται από τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό με το «ιδεώδες» της ιδιωτείας ως πρόταση πολιτικής συγκρότησης και συγκράτησης των κρατών και του κόσμου.
Λογικό είναι μια τέτοια θεώρηση να αντιπαθεί θανάσιμα οτιδήποτε συγκροτεί πνευματικά, πολιτικά και ανθρωπολογικά το έθνος, δηλαδή την μαγιά και την ουσία των κρατών και του διεθνούς συστήματος.   


Το εκκρεμές των μοντερνιστικών και μεταμοντέρνων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων, είτε κινείται προς την ρατσιστική πλευρά είτε προς την αποδομηστική πλευρά, επιβραδύνει την ανοδική πορεία των εθνών και την ανάπτυξη του εθνοκρατικού και εθνοκρατοκεντρικού πολιτικού πολιτισμού. Δηλαδή, του πολιτικού πολιτισμού της εθνικής ανεξαρτησίας που θεωρούταν θέσφατο στην κλασική εποχή και που σήμερα συμβολίζεται από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, οι οποίες, έχουν ως καταστατική υψηλή αποστολή την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και την διασφάλιση ισότιμων και ισόρροπων σχέσεων μεταξύ των εθνοκρατών της ύστερης εποχής. Βασικά, οτιδήποτε αποτελεί ανορθολογική εισροή στο εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα το αποσταθεροποιεί και επιβραδύνει την ανοδική του πορεία.
 Επιβραδυντικά για τον πολιτικό πολιτισμό επέδρασαν, επίσης, φαινόμενα όπως η αποικιοκρατία, ο ηγεμονισμός, το διαίρει και βασίλευε και η πνευματικά πλέον άγονη εποχή της ιστορίας από τον 18ο μέχρι τον 20ο αιώνα που στιγματίστηκε από την άνευ αντικειμένου ή περιεχομένου διεθνιστική ιδεολογική διαπάλη με άξονες δήθεν κοσμοϊστορικά σχέδια που αποτελούσαν, όμως, μεταμφίεση των εκατέρωθεν ηγεμονικών συμφερόντων. Περιττό να τονιστεί ότι τα προβλήματα αυτής της καταστροφικής εποχής μας συνοδεύουν στον 21ο αιώνα και αποτελούν την κύρια πηγή των ανορθολογικών εισροών που προαναφέραμε.
Πάντως, δεν πρέπει να κουραζόμαστε στο να επαναλαμβάνουμε το σημαίνον γεγονός ότι την εξάντληση της ιδεολογικής διαπάλης που συμβολίζεται από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ακολούθησε μια νέα αρχή για τα έθνη που με ιστορικούς πάντοτε όρους χαρακτηρίζεται από την ραγδαία εθνική ανάπτυξη των πρώην αποικιοκρατούμενων και ηγεμονοκρατούμενων εθνών όλων των περιφερειών του πλανήτη. Η άφιξη στην Ιθάκη της εθνοκρατοκεντρικής σταθερότητας, όμως, δεν μπορεί να προδικαστεί επειδή για τους προαναφερθέντες λόγους η θαλασσοπορία είναι προδιαγεγραμμένα τρικυμισμένη και γεμάτη Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, και κυρίως γιατί οι ύπουλες ηγεμονικές και αποδομηστικές ιδεολογικές Σειρήνες συνεχίζουν να προκαλούν χείμαρρους ανορθολογισμού και αιτιών πολέμου. Το πόσο δύσκολη είναι η θαλασσοπορία στον 21ο αιώνα καταμαρτυρείται από την άνομη και καταχρηστική επεμβατική δραστηριότητα των συγκυριακά επικυρίαρχων ηγεμονικών δυνάμεων κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Διόλου τυχαία, η κύρια δικαιολογητική βάση της καταστρατήγησης των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου ήταν τα επιστημονικά μεταμφιεσμένα εθνομηδενιστικά μεταμοντέρνα ιδεολογήματα.

Μεταψυχροπολεμικά, λογικά και αναμενόμενα, όλα τα επίπλαστα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα ανακατώθηκαν, συγχωνεύτηκαν και μπερδεύτηκαν παράγοντας ένα συνονθύλευμα (μεταμοντέρνων) θεωρημάτων και ιδεολογημάτων χωρίς επιστημονική υπόσταση και κυρίως χωρίς την παραμικρή οντολογική συνάφεια.
Αυτό ίσως να είναι και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των κρατών της Δύσης και ίσως το μεγαλύτερο της Ελλάδας όπου οι εθνομηδενιστικές ιδεολογίες αναπτύσσονται μεταπρατικά και με μεγάλη ταχύτητα συμβαδίζοντας με την προϊούσα παρακμή το νεοελληνικού κράτους.
Η τάση αυτή, ποικιλότροπα, υποβαθμίζει, παραβλέπει ή απορρίπτει την διαχρονική πνευματική, πολιτισμική, πολιτική και ανθρωπολογική διαμόρφωση των εθνικών κοινωνιών.

  
Η υλιστική διαδρομή μετά τον 16ο αιώνα ευθύνεται για τα περισσότερα προβλήματα των Νέων Χρόνων. Το βασικό αίτιο, υποστήριξα στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, έγκειται στην εγγενή στον υλισμό νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος. Συντομογραφικά, ο υλισμός ως πολιτική έννοια γεννήθηκε μέσα στις ιστορικές συνθήκες του τέλους του Μεσαίωνα στην Δυτική Ευρώπη. Προηγήθηκε επί πολλούς αιώνες μια κατάσταση όπου τα φεουδαρχικά ελίτ υπερτίθεντο επί μιας επίπεδης και αδιαμόρφωτης ανθρωπολογίας, των δουλοπαροίκων.
Η έξοδος από τον Μεσαίωνα και την Θεοκρατία δεν ήταν εύκολη και η μετάβαση διήρκεσε, βασικά, μέχρι και τον 19ο αιώνα. Παρά το ότι η μεταβατική μετά-Βυζαντινή εποχή διήρκεσε μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα, τα έθνη στο υπόβαθρο των υλιστικών καθεστώτων της Ευρώπης είχαν ήδη συγκροτηθεί μέχρι τον 19ο αιώνα αφήνοντας πίσω την εποχή των δουλοπαροίκων και των διαφοροποιημένων κοινωνιών που κυβερνούνταν ηγεμονικά-δεσποτικά. Κατά κάποιο, η ανάδυση πνευματικά γεμάτων εθνών της Ευρώπης αποτελεί ιστορική εκδίκηση κατά των υλιστικών ιδεολογιών, στις οποίες επαναλαμβάνουμε ότι συμπεριλαμβάνουμε τις αστικοφιλελεύθερες, τις κομμουνιστικές και τις φασιστικές ως μορφικά πανομοιότυπα δόγματα διαφορετικού (υλιστικού) περιεχομένου. Ιστορική εκδίκηση γιατί αντί κράτους έθνους τα έθνη συγκροτήθηκαν στην βάση των δικών τους ανθρωπολογικών προϋποθέσεων επιζητώντας ολοένα και περισσότερο να ορίσουν κρατικές δομές συμβατές με αυτές τις προϋποθέσεις.
Αυτό είναι ένα εν εξελίξει φαινόμενο και η ισχυρότερη αποτύπωσή του αποτελεί η απόρριψη του υλισμού-λειτουργισμού ως κοσμοθεώρησης συγκρότησης μιας υπερεθνικής Ευρώπης και η ανάπτυξη μιας υποδειγματικής, όπως υποστήριξα στην Κοσμοθεωρία των Εθνών (κεφ. 6), μετά-νεοτερικής εθνοκρατοκεντρικής δομής που αντιπαραθέτω κάθετα και διασταλτικά στην εθνομηδενιστική ανάγνωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό γιατί δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα αμφισβήτησης της θεμελιώδους εθνοκρατοκεντρικής υφής της ΕΕ, επειδή το κύριο αναγνωριστικό της στοιχείο είναι αποτυπωμένο στις ρητές και δεσμευτικές νομικοπολιτικές δομές που ορίζουν και οριοθετούν την ευρωπαϊκή νομιμότητα. Τα εθνοκράτη είναι οι εντολείς και οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι οι εντολοδόχοι. Αυτή είναι η θεμελιώδης και αποκρυσταλλωμένη δομή μετά από πολλές δεκαετίες πειραματισμών, παλινωδιών και οπισθοδρομήσεων. Αν κάτι αλλάξει σε αυτό, ίδωμεν.     

Η Γαλλική Επανάσταση, παρά τις πολλές αντιφάσεις της, συνέτεινε στην ανθρωποκεντρική συγκρότηση της ανθρωπολογίας των εθνών της Ευρώπης. Οι πολίτες, πλέον, λόγω αξιώσεων άσκησης λαϊκής κυριαρχίας εξώθησαν το υλιστικό κράτος στην μεταμόρφωσή του σε εθνοκράτος. Εδώ, οι έννοιες κίνηση με φορά «κράτος έθνους», κίνηση με φορά «έθνος κράτος» και διαμορφωμένο «εθνοκράτος», ενέχουν βαθύτατες πολιτικοστοχαστικές και κανονιστικές προεκτάσεις. Μπορούμε να το εξηγήσουμε συντομογραφικά ως εξής:
Η αρχική ιδέα ήταν η συγκράτηση των δουλοπαροίκων σε μια δεσποτικά δομημένη κρατική κυριαρχία. Στην συνέχεια η έλευση των αστικοφιλελεύθερων υλιστικών και διεθνιστικών ιδεολογικών δογμάτων εξώθησαν σε μια αντίληψη τεχνητής (με όρους «σύμβασης-συμβολαίου») δημιουργίας ενός υλιστικού «έθνους» μέσα από το κράτος (κράτος έθνος). Πρόκειται για καταμαρτυρούμενα αδιέξοδη θεώρηση μέσα στην οποία, παρά τις κοσμογονικές ανθρωπολογικές εξελίξεις στην Ευρώπη που άφησαν πίσω την εποχή των δουλοπαροίκων, βρίσκονται εγκλωβισμένοι, βασικά, όλοι οι συγκαιρινοί μεταμοντέρνοι εθνομηδενιστές.
Οι τελευταίοι, απογοητευμένοι από τις μοντερνιστικές εθνοσοβινιστικές εμπειρίες και αδυνατώντας να κατανοήσουν την δυναμική των κοινωνιοκεντρικών θεμελιώσεων που παράγουν αδιαλείπτως κοινωνικοοντολογικά γεγονότα, επιθυμούν τώρα να επαναφέρουν ανθρωπολογικά τα έθνη στην μεσαιωνική εποχή με το να τα αποδομήσουν ανθρωπολογικά (μερικά μεταμοντέρνα ιδεολογήματα το διατυπώνουν ρητά, ενώ πολλά άλλα ανεπίγνωστα προς τα εκεί κινούνται ιδεολογικά επηρμένα, κολυμπώντας μέσα σε στοχαστικούς ωκεανούς που ποτέ δεν κατανόησαν).

Είναι καίριας σημασίας να γίνει πλήρως κατανοητό ότι κατά την διάρκεια της πιο πάνω παρατεταμένης μετά-μεσαιωνικής μεταβατικής φάσης ο μοντερνισμός πολιτικοστοχαστικά διολίσθησε από την αντί-θεοκρατία στην αντιπνευματικότητα και στην συνέχεια στις αμιγείς πλέον υλιστικές ιδεολογίες του 19ου και 20ου αιώνα. Ως εκ τούτου ως πολιτικά δόγματα όλες ανεξαιρέτως οι μοντερνιστικές υλιστικές ιδεολογίες πάσχουν ανίατα. Πιο συγκεκριμένα:
Πρώτον, στο επίπεδο του κράτους θέτουν την αυτοσυντήρηση και την κυριαρχία ως δεσπόζων ανθρωπολογικό και πολιτικό δόγμα και την ωφελιμοκρατία ως κύριο ανθρωπολογικό κριτήριο συγκρότησης και συγκράτησης των κοινωνικοπολιτικών δομών και κατ’ επέκταση του διεθνούς συστήματος. Για να καταλάβουμε πόσο βαθειά είναι η επίδραση στην πορεία του κόσμου λόγω κυριαρχίας των ευρωπαϊκών ηγεμονιών επί πολλούς αιώνες, σημειώνουμε ότι αυτή είναι και η αξονική αρχή του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών συλλογικής ασφάλειας. Λόγω δυναμικής που αναπτύχθηκαν από τις ανθρωπολογικές διαμορφώσεις στο επίπεδο των εθνών, βέβαια, μπορεί εξ ανάγκης η εδαφικά προσδιορισμένη κυριαρχία να παραμένει το καθεστώς των διεθνών σχέσεων (εξ και ο όρος "εθνοκράτος") αλλά οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, σε αναφορά με τις θεμελιώδεις αρχές του οποίου -διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση, εσωτερική και εξωτερική αυτοδιάθεση- τα έθνη αξιώνουν εθνική ανεξαρτησία (βλ. επίσης πιο κάτω).
Εξίσου σημαντικό, στο επίπεδο του ατόμου, οι μοντερνιστικές ιδεολογίες εγγενώς και αναπόδραστα νοηματοδοτούν τις σχέσεις των ανθρώπων με όρους ισχύος, συναφούς οικονομικής αποτελεσματικότητας και ιεραρχιών που απορρέουν από μια τέτοια αντίληψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι κομμουνισμός ο οποίος κήρυττε την αντίθεση σε αυτές τις αστικοφιλελεύθερες παραδοχές, επειδή ακριβώς εδράζεται πάνω σε μια αδιέξοδη υλιστική ανθρωπολογία, διολίσθησε στην ίδια ακριβώς αντίληψη όπου επικράτησε ως αντίληψη κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης των κρατών του εφαρμοσμένου κομμουνισμού.
Αμφίπλευρα, έτσι, και παρά τις ωραιοποιητικές μεταμφιέσεις των μοντερνιστικών ιδεολογικών δογμάτων, λειτουργούν ανασταλτικά ή παρεμποδίζουν δραστικά κάθε αξίωση δημοκρατίας, κάθε φυσική σύμμιξη, μέθεξη και ολοκλήρωση ανθρωπίνων ετεροτήτων και κάθε συγκρότηση της συλλογικότητας ως μιας δυναμικής πνευματικής και αισθητής οντότητας. Αντίθετα, προτάσσουν εσχατολογικές υποσχέσεις: Δημοκρατία ποτέ νοούμενη ως άμεση δημοκρατία, αταξική κοινωνία απροσδιορίστων ανθρωπολογικών δομών και η συνεπέστερη όλων (και η πλέον "αποτελεσματική" ως προς τις ανθρωπολογικές εξομοιώσεις προς την οποία καταμαρτυρούμενα κατατείνουν όλες οι υπόλοιπες μοντερνιστικές ιδεολογίες, δηλαδή η ρατσιστική.
Δεύτερον και συναφές χαρακτηριστικό όλων των μοντερνιστικών ιδεολογιών είναι ότι υποβαθμίζουν ή καταπολεμούν τον πνευματικό κόσμο των ανθρώπων ως διαμορφωτική εισροή στην συγκρότηση του Κοινωνικού και των πολιτειακών δομών που αναφέρονται σε αυτό. Επειδή η κεντρική αντίληψη είναι αυτή του «κράτους έθνους» ή και του παγκόσμιου κράτους (στις διεθνιστικές απορροές τους), οι κανονιστικές δομές δεν επιζητείται να κατοπτρίζουν την υποκείμενη συλλογική ανθρωπολογική ετερότητα μιας κοινωνίας. Αντίθετα, επιζητούν δραστικά να διαφοροποιήσουν την υποκείμενη συνοχή επειδή δεν κατανοούν τον θεμελιώδη ρόλο των πνευματικών κριτηρίων στην συνοχή και συγκράτηση μιας οποιασδήποτε Πολιτείας.
Ενώ για την εθνική-κοινωνιοκεντρική θεώρηση της πολιτικής η ανθρώπινη ετερότητα είναι ο πλούτος της πολιτικής συγκρότησης –όπως είπαμε προσβλέπει σε μια ανθρωπολογία όπου ο πνευματικός κόσμος των πολιτών είναι προϋπόθεση ύπαρξής της– οι μοντερνιστικές υλιστικές ιδεολογίες, επειδή η ανθρώπινη ετερότητα είναι αστάθμητη και ανορθολογική, απαιτούν να εξοστρακιστεί από την δημόσια σφαίρα. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν επιτεύχθηκε σε καμιά υλιστική δημόσια σφαίρα μέσα στην οποία το ανθρώπινο πνεύμα πάντοτε εισρέει ασυγκράτητο. Επιπλέον, υπενθυμίζεται η Αριστοτελική διάκριση μεταξύ του ανθρώπου ως "Πολιτικό ζώο" από το σκέτο "ζώο". Σκοπός, ακριβώς, είναι η ανθρώπινη ετερότητα σε όλες της τις εκδηλώσεις να προσαρμοστεί στον δημόσιο βίο και αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας κλασικά νοούμενης.
Η δημόσια σφαίρα πρέπει, σύμφωνα με τις μοντερνιστικές θεωρήσεις, να θωρακιστεί κατά του πνευματικού κόσμου των πολιτών και των ιστορικών διαμορφωτικών κριτηρίων και παραγόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι κύριο μέλημα όλων των μοντερνιστικών και μεταμοντέρνων αξιώσεων είναι το κτίσιμο υψηλών τειχών γύρω από την δημόσια σφαίρα για να την προστατέψουν από το απειθάρχητο πνεύμα των πολιτών. Στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, νομίζω ότι επιτεύχθηκε άπλετος φωτισμός αυτής της πτυχής με την «επιστράτευση» του Καβάφη στο μοναδικό ποίημά του «τα Τείχη».
Εν τέλει, όμως, αν εκμηδενιστεί ή αποδυναμωθεί η πνευματική υπόσταση των πολιτών ενός οποιοδήποτε κράτους, η ανθρωπολογική σήψη και αποσάθρωση είναι αναπόδραστη: Δεν θα αλλάξει η πορεία των εθνών, των κρατών και του κόσμου αλλά μόνο οι κυριαρχικές οριοθετήσεις και οι ιεραρχίες των συμφερόντων. Ένας κόσμος ηδονιστών, φιλοτομαριστών, φίλαυτων και εγωπαθών μάλλον ποτέ να μην υπάρξει σε αμιγή μορφή. Όμως, όσες κοινωνίες αποδυναμωθούν πνευματικά και ανθρωπολογικά θα αποδυναμωθούν πολιτικά και διεθνοπολιτικά.


Ο μοντερνιστικός υλισμός αφορά και τα τρία επίπεδα εκτιμήσεων για τον χαρακτήρα και την πορεία των εθνών, των κρατών και του διεθνούς συστήματος:
α) Στο επίπεδο του κράτους οι μοντερνιστικές ιδεολογίες επειδή το ιδεολογικό δόγμα προτάσσεται στους ανθρώπους βρίσκεται σε αντίθεση με την ιστορικοπολιτική εμπειρία: Ιστορικά καταμαρτυρείται ότι η ανθρωπολογική διαμόρφωση προηγείται και ότι ακολουθεί αξίωση πολιτικής κυριαρχίας (εθνικής ανεξαρτησίας). Η ιστορική εμπειρία όλων των εθνών, επιπλέον, είναι διαφορετική από την προαναφερθείσα ατυχή διαδρομή δουλοπάροικοι νόμος-κράτος υλιστική ανθρωπολογία, άλλοτε νοούμενη ως αγελαία χρησιμοθηρική συνύπαρξη υπηκόων ηγεμονικά κυβερνούμενων και άλλοτε ως φυλετική συγγένεια όταν επιζητείται μια αδιασάλευτη ανθρωπολογική συνοχή. Όπως τονίσαμε, η εμπειρία των εθνών ακόμη και στην φάση της αποικιοκρατίας που διήρκεσε επί πολλούς αιώνες, είναι ότι η ανθρωπολογική συνοχή δεν επιτυγχάνεται μέσα σε προκατασκευασμένες νομικοθεσμικές δομές αλλά ότι συντελείται τόσο με κριτήρια πνευματικά όσο και με κριτήρια αισθητά. Σύμμιξη, μέθεξη και ολοκλήρωση ανθρωπίνων ετεροτήτων, είπαμε ότι έχουμε, και όχι τεχνικά κατασκευασμένες ανθρωπολογίες που παράγονται μέσα σε δοκιμαστικούς υλιστικούς σωλήνες. Ακόμη πιο σημαντικό, στην συγκροτημένη κοινωνικοθεωρητική του αντίληψη, αυτή η κοινωνιοκεντρική προσέγγιση θεωρεί την πνευματική ανάπτυξη αναγκαία προϋπόθεση και την εισροή του πνευματικού κόσμου των πολιτών ως τον κυριότερο διαμορφωτικό παράγοντα του Πολιτικού και της Δημοκρατίας.
β) Στο επίπεδο του ανθρώπου ως πολιτικό ον ο μοντερνιστικός υλισμός ανεξαρτήτως είδους υλιστικού-ιδεολογικού δόγματος ή απόχρωσης, λίγο πολύ προϋποθέτει τα εξής:
i) Προσερχόμενος μέσα στην δημόσια σφαίρα ο πολίτης απαιτείται να αποφασίζει με υλιστικά κριτήρια και στην βάση υπερεμπειρικών ορθολογιστικών και εξωπολιτικά προσδιορισμένων νόμων, οι οποίοι εν πολλοίς προϋποτίθενται προγραμματικά (τα ατομικά, βασικά υλιστικά, "δικαιώματα" και όχι δικαιώματα δημοκρατικά προσδιορισμένα και συμβατά με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνίας). Στην συνέχεια, τυπολογικά μιλώντας, γιατί στην πράξη αυτό ποτέ δεν ίσχυσε, οι νόμοι αυτοί επιδέχονται ελάχιστες ή και καθόλου θεμελιακές αλλαγές. Έτσι, γύρω από την δημόσια σφαίρα κτίζονται υλιστικά τείχη και τα άτομα που εξέρχονται από την ιδιωτική-ατομική σφαίρα εισερχόμενοι μέσα στην δημόσια σφαίρα είναι νομικά υποχρεωμένα να αφήνουν τον πνευματικό τους κόσμο έξω από αυτά τα τείχη.
ii) Μέσα στην ιδιωτική σφαίρα που οχυρώνεται νομικοθεσμικά ως περίπου απαραβίαστο άσυλο ο καθείς «μπορεί» «να είναι και να κάνει ότι θέλει». Κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι και καρότο σκανδαλισμού των ανθρώπων όχι για να διασφαλιστεί το απαραβίαστο της προσωπικής ζωής του καθενός αλλά για να ενθαρρυνθεί το άτομο να κατατείνει στην ιδιωτεία και να αφήνει ήσυχη την δημόσια σφαίρα από ψυχόρμητα και από εν γένει ιδιομορφίες της ανθρωπολογικής ετερότητάς του. Πιο κάτω θα τονίσω ότι ο μεταμοντερνισμός είναι βασικά όλο εκείνο το σύστημα θεωρήσεων και ιδεολογημάτων που έχοντας κατανοήσει ότι αυτή η πολιτειακή σχιζοφρένεια (:αδιαφοροποίητο άτομο μέσα στην δημόσια σφαίρα και πνευματικό ον προικισμένο με ανθρωπολογική ετερότητα μέσα στην ιδιωτική σφαίρα) προκαλεί προβλήματα στην ομαλή λειτουργία του κράτους. Όταν δηλαδή ένα πρόσωπο εισέρχεται στην δημόσια σφαίρα ανεξάρτητα του γεγονότος ότι αυτό προνοεί ο νόμος, δεν αφήνει την ανθρωπολογική ετερότητά του έξω από τα υλιστικά νομικοθεσμικά τείχη. Μέσα σε αυτά τα στενόχωρα νομικοθεσμικά τείχη, βασικά, η ανθρώπινη ετερότητα ασφυκτιά. Έτσι, ένα από τους πολλούς κοινούς παρανομαστές των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων είναι η επιδίωξη αποδόμησης του προσώπου μέσα στην ιδιωτική σφαίρα για να καταστεί το άτομο συμβατό με την υλιστική δημόσια σφαίρα. Βασικά, είτε αυτό γίνεται συνειδητά είτε ανεπίγνωστα, αυτή είναι και η κύρια αιτία των εθνομηδενιστικών αξιώσεων.
iii) Εν τέλει, το ζητούμενο κάθε πολιτειακής οργάνωσης είναι η ηθική επικύρωση και η δεσμευτικότητα των κανονιστικών αρχών ούτως ώστε να συγκρατούνται δεσμευτικά οι πολιτειακές δομές και οι πολιτειακοί νόμοι. Όντας οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η θεοκρατία και ο εξίσου μεταφυσικός ορθολογισμός που την διαδέχθηκε είναι πολιτικά μιλώντας πανομοιότυπα δόγματα: Στην Ρωμαιοκαθολική θεοκρατία η ηθική νομιμοποίηση και κανονιστική κύρωση αντλούσε από την Επουράνια θεία βούληση και τους Εντεύθεν αυτόκλητους αντιπροσώπους της. Στο εγγενώς υλιστικό μοντερνιστικό κίνημα η πολιτειακή συγκρότηση και συγκράτηση εξαρτώνται από ανθρωπολογικά συγκολλητικά ωφελιμιστικά, χρησιμοθηρικά και ατομιστικά κριτήρια και από «δικαιώματα», όπως προείπαμε, εξωπολιτικά-υπερεμπειρικά προσδιορισμένα. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κονδύλης (Κριτική της Μεταφυσικής) «οι εκπρόσωποι του νεότερου ορθολογισμού θέλησαν να προσδώσουν στις δικές τους αξίες την ίδια υπέρτατη αντικειμενικότητα, την οποία διεκδικούσαν όσες αξίες συνδέονταν με την παραδοσιακή μεταφυσική. Αυτό αποτελούσε τελεσφόρο όπλο στην ιδεολογική πάλη, όμως το αντίτιμο στάθηκε η ασυνείδητη αποδοχή θεμελιωδών δομών της παραδοσιακής μεταφυσικής. Για να βρουν δηλαδή ένα Εκείθεν ικανό να εκπληρώσει ηθικές κανονιστικές λειτουργίες οι πρωτοπόροι του νεότερου («αντιμεταφυσικού») ορθολογισμού χρειάστηκε να καταφύγουν σε έννοιες όπως Φύση, Άνθρωπος, Λόγος, Ιστορία, οι οποίες είχαν μια υπερεμπειρική διάσταση στο φως της οποίας βλεπόταν κι αξιολογούνταν η εμπειρική. Στόχος παρέμεινε η συμμόρφωση της δεύτερης με την πρώτη, π.χ. η εναρμόνιση της συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης του εμπειρικού ανθρώπου με τις επιταγές της Ιδέας του Ανθρώπου και κάποιου υπερατομικού Λόγου ή ρύθμιση των επιμέρους ανθρωπίνων πράξεων σε συμφωνία με την πορεία και το νόημα «της» Ιστορίας».
γ) Στο επίπεδο του διεθνούς συστήματος ο μοντερνιστικός υλισμός ενέχει δύο διαφορετικές αλλά αλληλένδετες προεκτάσεις.
i) Αφενός, η λογική εξέλιξή του είναι να μετατρέπεται σε διεθνιστικό ιδεολογικό κοινωνικοπολιτικό δόγμα ανθρωπολογικής και πολιτικής ενοποίησης του πλανήτη: Αφού άνθρωποι διαφορετικών καταβολών και διαφορετικής διαμόρφωσης συμμετέχουν ως μέλη ενός λειτουργικού-υλιστικού κρατικού συστήματος γιατί αυτό το σύστημα να  μην προεκταθεί και παγκόσμια; Το ζήτημα της ανθρωπολογίας, εν τέλει, δεν τίθεται με ποιοτικούς όρους αλλά με όρους κλίμακας: Μια διαφοροποιημένη υλιστική ανθρωπολογία αν  μπορεί να υπάρξει στο κρατικό επίπεδο δεν υπάρχει λόγος να μην μπορεί να υπάρξει και παγκόσμια.
Έτσι, βασικά, γεννήθηκαν οι διεθνιστικές ιδεολογίες όλων των αποχρώσεων των Νέων Χρόνων που εξέπνευσαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η διαφορά των οικουμενικίστικων ηγεμονισμών του παρελθόντος από αυτού του είδους τον υλιστικό οικουμενικισμό, έγκειται ακριβώς στην λογική αλληλουχία μεταξύ ενδοκρατικού υλισμού και οικουμενικού υλισμού.
Το γεγονός όμως ότι κάποια κράτη της Ευρώπης και στην συνέχεια η Σοβιετική Ένωση προσποιούνταν ότι είναι υλιστικά δεν σημαίνει ότι τίθεται καν το ζήτημα μιας παγκόσμιας υλιστικής ανθρωπολογίας και μιας υλιστικά νοηματοδοτημένης παγκόσμιας διακυβέρνησης (για το τελευταίο υπάρχει η διεθνής διακυβέρνηση μεταξύ των ανεξαρτήτων εθνών που ανακύπτει λόγω διεθνών θεσμών οι οποίοι σωστά νοούμενοι είναι ρητά αντί-διεθνιστικοί). Επιπλέον, αν για κάποιο χρόνο συντηρήθηκαν διεθνιστικά σχέδια που μεταμφίεζαν τα ηγεμονικά συμφέροντα, οφειλόταν και σε ένα ακόμη σημαντικό λόγο: Βασικά μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα, οι πρώην αποικιοκρατικές και μετά ηγεμονικές δυνάμεις δυνάμωναν τα κράτη τους μέσα από την παρατεταμένη καταλήστευση του πλανήτη που είχε ως αποτέλεσμα αφενός να εκμαυλίζονται οι πολίτες τους και αφετέρου να διαθέτουν επικοινωνιακή ισχύ στο πεδίο του πολιτικού στοχασμού και των μέσων ενημέρωσης. Ορθολογιστικά σκεπτόμενοι, η ανθρωπολογική και πολιτική ενοποίηση του πλανήτη ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι εφικτή. Το γιατί πολλοί παραμυθιάζονται διεθνιστικά, βέβαια, είναι ένα όντως μεγάλο ιστορικό μυστήριο.
Ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου, που συμβολίζει το τέλος της κυριαρχίας του μοντερνισμού και τη σπασμωδική μετάβαση στον 21ο αιώνα, προκαλεί την δημιουργία ενός γιγαντιαίου πνευματικού κενού το οποίο συνεχίζει να διογκώνεται λόγω κεκτημένης ταχύτητας –και επενδυμένων συμφερόντων– εκατομμυρίων εκπαιδευμένων μοντερνιστών ιδεολόγων σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Την σκυτάλη τώρα πήραν οι μεταμοντερνιστές. Πολλές παραδοχές τους, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, ήταν το κύριο προπαγανδιστικό εργαλείο των μεταψυχροπολεμικών άνομων και καταχρηστικών ηγεμονικών επεμβάσεων.
ii) Αφετέρου, η νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος στο εσωτερικό του κράτους ρυθμίζεται με «σύμβαση-συμβόλαιο» στην βάση υπερεμπειρικών «ορθολογικών» νόμων και ωφελιμιστικών δομών. Αυτές οι συμβάσεις, όμως, διαρκούν όσο οι υλικές προϋποθέσεις είναι ευνοϊκές. Ενδοκρατικά, το εκκρεμές της υλιστικής διακυβέρνησης κινείται προς δεσποτισμό όταν ανακύπτουν ανάγκες συγκράτησης του κράτους λόγω ελλείμματος εσωτερικής συνοχής και  διαβρωτικής ιδιωτείας που οδηγείται στην λογική της απόληξη, δηλαδή, την ανθρωπολογική σήψη και την κοινωνικοπολιτική αποσάθρωση.
Στην διεθνή πολιτική, όμως, η νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος καταμαρτυρούμενα ενέχει πολύ πιο απρόβλεπτες προεκτάσεις, τουλάχιστον όσον αφορά την κλίμακα των συνεπειών: Παρατηρούμε ότι διαδοχικά η έλευση των υλιστικών ιδεολογιών οδήγησε στην αποικιοκρατική κατάληψη του πλανήτη, την καταλήστευσή του από τις ηγεμονικές δυνάμεις, την μετατροπή των περιφερειών του πλανήτη σε αρένα ηγεμονικών αντιπαραθέσεων και την καπηλεία των ιδεολογικών δογμάτων από τις εκάστοτε ισχυρές δυνάμεις όταν κατά καιρούς ντύνουν τις πλανητικές αξιώσεις ισχύος με κοσμοϊστορικά σχέδια και με ιδεολογικά προσδιορισμένους εσχατολογικούς παραδείσους. Στην μεταψυχροπολεμική πορεία των εθνών, είτε θα μπει μια λογική τάξη είτε τα κράτη και οι πολίτες τους θα συνεχίσουν να πελαγοδρομούν μέσα σε ωκεανούς πνευματικής και πολιτικής σύγχυσης.

Όσον αφορά την οργάνωση του διεθνούς συστήματος, ήδη υπαινιχθήκαμε ότι το διεθνές δίκαιο όπως προέκυψε τους τελευταίους αιώνες ως προέκταση του δόγματος της κυριαρχίας αφορά, βασικά, την αυτοσυντήρηση του κράτους, την δημιουργία συμβάσεων που συγκρατούν την διεθνή τάξη και την δημιουργία διεθνών θεσμών που διαχειρίζονται τις διακρατικές συναλλαγές. Τα αίτια πολέμου που αποτελούν προϊόν της μοντερνιστικής διαδρομής των τελευταίων αιώνων, όμως, παρεμβάλλονται μεταξύ των διεθνών θεσμών και των ειρηνικών και ισόρροπων συναλλαγών με αποτέλεσμα την αστάθεια και τον πόλεμο.
Εν τέλει, η διεθνής τάξη, αν και συγκροτημένη με όρους διεθνών συνθηκών και άλλων συμφωνιών, κωδίκων και διακρατικών πρακτικών, δεν μπορεί να συγκρατηθεί σταθερή επειδή οι «συμβάσεις» εδράζονται πάνω σε ένα πολύ πιο ασταθές και διαφοροποιημένο ανθρωπολογικό περιβάλλον, αυτό των διακριτών, διαφορετικών, διαφοροποιημένα αναπτυσσόμενων και πνευματικά-ανθρωπολογικά διαφορετικά διαμορφωμένων κοινωνικών οντοτήτων. Δεν υπάρχει πολιτικά άξια λόγου διεθνής ανθρωπολογική συνοχή που να οδηγεί στην τήρηση των διεθνών συμβάσεων, ενώ ο δυναμίτης της άνισης ανάπτυξης –κάθε είδους και κάθε μορφής, όπως οικονομική ανάπτυξη, πληθυσμιακή ανάπτυξη, τεχνολογική ανάπτυξη κτλ, αφετηρία της οποίας όπως είπαμε είναι η αποικιοκρατία και σημερινό αίτιο κάθε εκδηλωμένη ηγεμονική συμπεριφορά– παραμονεύει για να ανατινάξει ευγενείς προσδοκίες και αφελείς αντιλήψεις.
Ακόμη πιο σημαντικό, η ιστορία δείχνει ότι τα ηγεμονικά εγχειρήματα συγκρότησης και συγκράτησης μιας ηγεμονικής τάξης –το πολυσυζητημένο δίλημμα «περισσότερη διεθνής τάξη ισότιμων κρατών ή ηγεμονική τάξη και λιγότερη διεθνής δικαιοσύνη», κάποιου μυστηριώδους αγαθοεργού "ήπιου ηγεμονισμού", η ύστερη εκδοχή του οποίου ήταν νεοφιλελεύθερη– πάντα αποτυγχάνει παταγωδώς και καταστροφικά για όλους τους εμπλεκομένους.

Αυτά μπορούμε να τα θέσουμε και διαφορετικά και πιο προκλητικά για τις μοντερνιστικές και μεταμοντέρνες συμβατικές θεωρήσεις: Το μοντερνιστικό κοσμοϊστορικό σχέδιο ανεξάρτητα του ποια ιδεολογία ενδύθηκε οδήγησε σε μια καθίζηση και σε μια ανασταλτική επίδραση πάνω στην δύσκολη μεν αλλά ανοδική πορεία του ενδο-πολιτειακού και κοσμοσυστημικού πολιτικού πολιτισμού που συνεχιζόταν μέχρι και την παρακμή της Βυζαντινής Οικουμένης. Καταρρέοντας μετά την ύστερη μοντερνιστική διαπάλη προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, άφησε πίσω του πολλά πολιτικά και ανθρωπολογικά ερείπια.
    Αν και πολλά έθνη αφήνουν πίσω τους αυτή την καταστροφική εποχή αναζητώντας κοινωνικοπολιτικές δομές συμβατές με τις ιστορικές ανθρωπολογικές τους δομές, τα θεμέλιά τους ροκανίζονται από παρακμασμένα εγγόνια των μοντερνιστικών ιδεολόγων που στρατεύονται στο εθνομηδενιστικό κίνημα.
Όπως υποστήριξα εκτενώς στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, είναι τα μεταμοντέρνα εθνομηδενιστικά εγγόνια των La Mettrie και de Sade που ελκύουν τα κράτη στα ανθρωπολογικά Σόδομα και Γόμορρα. Επί του προκειμένου, για τα ευκολόπιστα μέλη των εθνών ισχύει το "παθαίνεις ότι σου αξίζει" και "ας πρόσεχες". Η ανθρωπολογική σήψη οδηγεί σε πολιτική σήψη και υποδεέστερη θέση και ρόλο στον ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό ο οποίος, ανεξάρτητα των προαναφερθέντων εκτιμήσεων για την θαλασσοπορία του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, θα ήταν πολύ ουτοπικό να αναμένει κανείς ότι θα τερματιστεί τον 21ό αιώνα.      

Ο κύριος άξονας όλων των μοντερνιστικών δογμάτων είναι η έννοια της «ιδεολογίας» όπως την κατανοούμε τους δύο τελευταίους αιώνες: Ως ένα εξωπολιτικά προσδιορισμένου πολιτικό δόγμα το οποίο προτάσσεται στους ανθρώπους με σκοπό να συγκροτήσει μια νέα ανθρωπολογία η οποία θα καταργεί την προϋφιστάμενη πνευματικά διαμορφωμένη.
      Κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει τις αφετηριακές διακηρύξεις τόσο του σοβιετικού εγχειρήματος όσο και του εγχειρήματος της λειτουργιστικής ολοκλήρωσης στην  Ευρώπη όπως διακηρυσσόταν την πρώτη τουλάχιστον δεκαετία και πριν προσκρούσει και συντριβή πάνω στον πολιτικό-πνευματικό ογκόλιθο που ονομαζόταν Πρόεδρος Ντε Γκολ.
    Κοινός παρανομαστής όλων των υλιστικών θεωρημάτων και ιδεολογημάτων όλων των  βαθμίδων και όλων των αποχρώσεων είναι η θέση πως για να συγκροτηθεί αυτή η ανθρωπολογία οι «πολίτες» είναι κάποιου είδους «λαός» που στην δημόσια σφαίρα είναι αγελαίο άθροισμα αδιαφοροποίητων ατόμων τα οποία μεταξύ τους είναι νομικοθεσμικά ισότιμα. Η ανθρωπολογική ετερότητά τους, όπως είπαμε, αφήνεται έξω από τα τείχη της δημόσιας σφαίρας και γι’ αυτό η υποκείμενη ανθρωπολογία μπορεί, όπως ισχυρίζονταν οι μοντερνιστές, να είναι οποιονδήποτε καταβολών και να συνυπάρχει αθροιστικά.
    Ο καλός πολίτης είναι αυτός που υπακούει στους εξωπολιτικά προσδιορισμένους «ορθολογιστικούς» καλούς νόμους. Εκτός του ότι κατοχυρώνεται μέσα στο ιδιωτικό οχυρό του από υλιστικά νοηματοδοτημένα "δικαιώματα", έχει την δυνατότητα περιοδικά να ψηφίζει κάποια πολιτικά ελίτ που υποτίθεται διακυβερνούν εκ μέρους του. Η επιλογή των ιδεολογικά σχηματισμένων κομμάτων είναι ορθολογιστική στον βαθμό και στην έκταση που τα διαμεσολαβούντα συμφέροντα δεν ελέγχουν ολοκληρωτικά τόσο την εξουσία όσο και τα μέσα διαμόρφωσης γνώμης στο επίπεδο των ατόμων. Αυτά τα διαμεσολαβούντα συμφέροντα μπορεί να είναι οικονομικά ή οποιουδήποτε άλλου είδους όπως η μαφία, αλλά ολοένα και περισσότερο προσλαμβάνουν μια νέα μορφή: Είναι και διεθνικά. Έτσι, εκρηκτικής διανεμητικής σημασίας διεθνικές συσπειρώσεις επηρεάζουν την ενδοκρατική και διακρατική πολιτική, ιδιαίτερα των ανθρωπολογικά και κρατικά ασθενών κρατών. Στις διεθνικές συσπειρώσεις κανείς θα βρει φορείς επιστημονικών τίτλων, χρηματοδότες όπως κερδοσκόπους χρηματιστές, εφοπλιστές που σκέπτονται ιεραποστολικά, πρώην και νυν αξιωματούχους "υπηρεσιών" ή πολιτικά πρόσωπα των μεγάλων συνήθως κρατών, αντιπροσώπους διεθνικών μη κυβερνητικών οργανισμών, και οποιοδήποτε άλλος εξωπολιτικός και εξωκοινωνικός δρων -δηλαδή μη υποκείμενο επαρκείς κοινωνικούς και πολιτικούς ελέγχους- συσπειρώνεται με άλλους περιφερόμενους στον αχανή διεθνικό χώρο.
    Εδώ λοιπόν τίθενται ζητήματα διαμεσολαβούντων ενδοκρατικών και διεθνικών δρώντων που ροκανίζουν ακόμη και τα ελάχιστα ερείσματα της έμμεσης αντιπροσώπευσης. Η κίνηση των πολιτευμάτων όταν τέτοια φαινόμενα εντείνονται, κυμαίνεται μεταξύ αμιγώς ελιτίστικης διακυβέρνησης και παντελώς ελεγχόμενης διακυβέρνησης από έξωθεν και διεθνικά διακινούμενους δρώντες. Αυτά τα φαινόμενα είναι αναιρετικά κάθε δημοκρατικής αξίωσης και επιπλέον θέτουν την έμμεση αντιπροσώπευσης σε κίνηση με φορά όχι περισσότερη δημοκρατία αλλά περισσότερο δεσποτισμό. Η απόσταση μεταξύ του πολίτη-εντολέα και της εντολοδόχου εξουσίας διευρύνεται διαρκώς.
    Το εκκρεμές κινείται, όπως προείπαμε, προς οξύ δεσποτισμό και ρατσιστικές στάσεις διασφάλισης της ενότητας όταν η συνοχή δεν είναι διασφαλισμένη και προς τον αντίθετο πόλο των πολιτικά αφελών μεταμοντέρνων δογμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έσχατο άκρο του εκκρεμούς βρίσκονται τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα τα οποία όταν αντικρίζουν ένα διαμορφωμένο και ανθρωπολογικά-πολιτικά ώριμο έθνος, τα πολεμικά τους αντανακλαστικά διεγείρονται.
    Τέτοιες ταλαντώσεις του εκκρεμούς πέραν των άκρων –όπου διόλου τυχαία στην μεταψυχροπολεμική εποχή συνάντησαν και συμμάχησαν με τις ηγεμονικές εκλογικεύσεις– ακούνε συνήθως στο όνομα της μεταφυσικής πολιτικής έννοιας «πολυπολιτισμικότητα: Τον βιασμό δηλαδή της ανθρωπολογικής συνοχής για να προκληθεί μια διαφοροποιημένη κοινωνία χαλαρής εσωτερικής ανθρωπολογικής συνοχής της οποίας η συγκράτηση θα επιτυγχάνεται λόγω ανθρωπολογικής αποδυνάμωσης των πολιτών με αποδόμηση των συλλογικών ταυτοτήτων τους. Με τεχνητή επίσης ανάμειξή τους με ιδεολογική ενθάρρυνση της λαθρομετανάστευσης, με συγγραφή ιστοριογραφημάτων που ροκανίζουν τις καταστατικές ιστορικές μνήμες και με αποδόμηση όλων των πνευματικών και πολιτισμικών κτισμάτων που διαμορφώνουν ανθρωπολογικά μια συλλογική οντότητα.
Τα ιδεολογήματα αυτά σε όλες τις συνειδητές ή ανεπίγνωστες εκδοχές τους αρνούνται πεισματικά να δουν ότι το πρόβλημα δεν είναι η ιστορική συλλογική ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνίας που στο επίπεδο της ανθρώπινης καθημερινότητας δεν νοείται ρατσιστικά. Εξ αντικειμένου και κατά τεκμήριο αυτή η συλλογική ανθρωπολογική ετερότητα όπως διαμορφωνόταν ιστορικά προέκυπτε μέσα από πολυπολιτισμικές επιδράσεις, συνήθως αν και όχι πάντοτε -οι βάρβαρες αυτοκρατορικές εξομοιώσεις αλλά και τεχνητές ανθρωπολογίες στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην πρώην ΕΣΣΔ- αβίαστες και φυσιολογικές.
Ακόμη πιο σημαντικό, για να τονίσουμε το γεγονός ότι η ανθρωπολογική συγκρότηση είναι πρωτίστως μια υπόθεση πνευματική, κάθε ξεχωριστό μέλος ενός έθνους είναι πάντοτε μια πολυσήμαντη πολιτισμική και πνευματική οντότητα που στην βάση πνευματικών κριτηρίων μαζί με άλλες ατομικές οντότητες συνθέτουν μια εθνική ανθρωπολογία με δυναμικό πνευματικό περιεχόμενο και δυναμικές αλληλεξαρτήσεις –συνήθως εμπλουτιστικές– με άλλες ανεξάρτητες οντότητες. Όμως, είναι ένα πράγμα η σύνθεση και ολοκλήρωση στην διαδρομή των εθνών και άλλο ο βιασμός της συνοχής τους με ιδεολογικά κριτήρια προσκολλημένα σε παρωχημένες μεσαιωνικές αντιλήψεις της αθροιστικής και τεχνητής πολιτικής συγκρότησης.
Το εθνομηδενιστικό κίνημα αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του Πολιτικού δεν μπορούν να είναι επί μακρόν επίπλαστες θεσμικοπολιτικές κατασκευές ιδεολογικά νοηματοδοτημένες και ότι μια βιώσιμη ανθρωπολογία απαιτεί ολοκλήρωση διαμορφωμένων πολιτών που θα συμμετέχουν όχι ως ιδιώτες ατομιστές στην δημόσια σφαίρα αλλά ως πρόσωπα βαθύτατης ανθρωπολογικής ετερότητας, οι οποίοι, για πνευματικούς, αισθητούς και ψυχικούς λόγους συγκροτούν μια κοινωνική οντότητα και μια εθνική ανθρωπολογία. Η συγκρότηση αυτής της ανθρωπολογίας είναι μια πολύ λεπτή υπόθεση και η παραμικρή αποσταθεροποιητική εισροή την εκτροχιάζει. Βασικά, έτσι θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και πολλοί εκτροχιασμοί τους τελευταίους αιώνες όταν όπως είπαμε για να συγκροτηθούν ανθρωπολογικά και πολιτικά οι δουλοπάροικοι εισήχθηκαν εθνοφυλετικές παραδοχές και οι αντίθετές τους θέτοντας την συζήτηση σε λάθος βάση και σε μια αδιέξοδη πορεία που συνεχίζεται σήμερα ως ενδο-μοντερνιστικός, βασικά, διάλογος. Αν τεθούν τέτοια ερωτήματα σε δισεκατομμύρια μέλη των εθνών αρχίζοντας από την Μεσόγειο μέχρι την Κίνα και την Ρωσία θα κοιτάξουν με απορία και ίσως περιέργεια.
Βέβαια, κάνοντας αυτές τις επισημάνσεις δεν σκοπεύω να εξαντλήσω το ανθρωπολογικό ζήτημα παρά μόνο θέτω κάποιες λογικές και αυτονόητες οριοθετήσεις, οι οποίες εν τούτοις για τους αναρίθμητους μοντερνιστές και μεταμοντερνιστές ιδεολόγους είναι αόρατες. Για να τονίσω επίσης ότι οι απροσμέτρητες σμίλες των ανθρωπολογικών διαμορφώσεων της ιστορικής διαχρονίας, οι ηγεμονικές συγκρούσεις, οι αυτοκρατορίες, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, οι αναρίθμητοι πόλεμοι και μύριοι άλλοι παράγοντες και γεγονότα εν πολλοίς άγνωστα προκάλεσαν ανθρωπολογικές συνθέσεις και ολοκληρώσεις που τείνουν προς μια ανθρωπολογική σταθεροποίηση των εθνών με την οποία είναι λάθος κανείς να σκιαμαχεί εγκαλώντας την με κριτήρια των μοντερνιστικών παραδοχών οι φορείς των οποίων ποτέ δεν κατανόησαν την ανθρωπολογική συγκρότηση του υπόλοιπου κόσμου τον οποίο μέχρι πρόσφατα έβλεπαν με ένα μόνο φακό, τον "εκπολιτιστικό", αποικιοκρατικό και ηγεμονικό.     

Αν και πρόδηλο, τονίζουμε ότι, όπως ήδη υπαινίχθηκα, οι υλιστικές ιδεολογίες δεν κατόρθωσαν ούτε εκ του μακρόθεν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν μια δημόσια σφαίρα αμιγώς υλιστική και αποστειρωμένη από τον πνευματικό κόσμο των πολιτών. Τα ίδια τα κράτη της Δύσης το καταμαρτυρούν, εκτός και αν πούμε ότι, για παράδειγμα, οι Γάλλοι δεν είναι έθνος και ότι δεν διακρίνονται για την βαθιά ανθρωπολογική ετερότητά τους. Παραδειγματική βεβαίως, τονίζουμε ξανά, είναι τόσο η διαδρομή της Σοβιετικής Ένωσης όσο και της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (αμφότερα τα ζητήματα αναλύονται εκτενώς στο Κοσμοθεωρία των Εθνών). Μπροστά σε αυτά τα παραδείγματα κανένας πολιτικός επιστήμονας και κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει απαθής. Αναμφίβολα, πολλοί τελικά ζουν στο παρελθόν ή συνηθέστερα σε πνευματική και πολιτική κατάσταση απόλυτης σύγχυσης και απόλυτου μπερδέματος.  

Για να κατανοήσουμε την κίνηση του εκκρεμούς των μοντερνιστικών και μεταμοντέρνων ιδεολογιών μεταξύ ρατσισμού και αφελών ιδεολογημάτων αδιαφοροποίητης και αγελαίας συνύπαρξης των ανθρώπων ως προϋπόθεσης πολιτικών σχέσεων, καλά θα κάνουμε να εξειδικεύσουμε μερικά ζητήματα που τέθηκαν πιο πάνω.
Στην πορεία των Νέων Χρόνων συναντάμε πολλές αποχρώσεις ρευμάτων σκέψης μοντερνιστικών ιδεολογιών εκ των οποίων κύρια ρεύματα είναι αυτές της αποικιοκρατικής-ηγεμονικής εποχής, του αστικοφιλελευθερισμού, του μαρξισμού, του ναζισμού και το ύστερο συνονθύλευμα ιδεολογημάτων του μεταμοντερνισμού. Αυτά όλα τα ιδεολογήματα της μοντερνιστικής και μεταμοντέρνας εποχής δεν αποτέλεσαν μόνο κουτόχορτο για τις μάζες αλλά και κύρια αίτια των εμφυλίων, των εθνοκαθάρσεων και των γενοκτονιών. Στην σύγχρονη εποχή τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα αποτελούν ήδη τον κύριο λόγο αστάθειας ανθρωπολογικά διαμορφωμένων κοινωνικών οντοτήτων.
Για να είμαστε πιο σαφείς και ξεκάθαροι, αυτό που βασικά λέμε είναι ότι αμφισβητείται θεμελιωδώς τόσο η επιστημονική οντότητα των μοντέρνων και μεταμοντέρνων θεωρήσεων του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος, αλλά και την καθολικά διαχρονική πολιτική επιστράτευσή τους στους σκοπούς αντιστροφής της πορείας των εθνών κατά την διάρκεια των πέντε τελευταίων αιώνων. Αντιστροφής, μάλιστα, επενδυμένη σε ηγεμονικούς σκοπούς με πασίγνωστα ηγεμονικά πρόσημα που εδώ θεωρούμε περιττό καν να μνημονεύσουμε. Συναφής είναι η εξοντωτική παρατήρηση του Παναγιώτη Κονδύλη ότι «αν ο κομμουνισμός εφαρμοζόταν μόνο στην Αλβανία» οι μελετητές θα έψαχναν σε σκονισμένα ράφια να βρουν κάποιο βιβλίο του Μαρξ αλλά η επένδυσή του σε ηγεμονικά κοσμοϊστορικά σχέδια τον κατέστησε άξονα πολιτικού στοχασμού εκατομμυρίων διανοητών και ταλαιπωριών δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Οι τελευταίοι ξαναβρίσκουν τον δρόμο τους, οι πρώτοι, όμως, εγκλωβισμένοι μέσα στα παρωχημένα ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια της Δύσης που ονομάζονται πανεπιστήμια, συνεχίζουν την πολιτική θεολογία μέσα σε επικίνδυνα και ερημικά μονοπάτια.
Πάντως, η βασιμότητα της ξεκάθαρης αμφισβήτησης του ιδεολογικού-υλιστικού φαινομένου είναι ευθέως ανάλογη της υπεροχής της Αριστοτελικής κοινωνιοκεντρικής συγκρότησης και συγκράτησης των κοινωνικών οντοτήτων, και αντίστροφα. Για τους μη υποψιασμένους τονίζω ότι το σύνολο των μοντερνιστικών ιδεολογιών εμπεριείχε μεγάλες αντί-Αριστοτελικές δόσεις, κατά την αντίληψή μου πολύ λογικά, γιατί άμα αφαιρέσεις τα πνευματικά από το Κοινωνικό-Πολιτικό ο αντί-Αριστοτελισμός είναι μονόδρομος για κάθε αξιομνημόνευτη υλιστική παραδοχή.
Η υποχρέωση για ξεκάθαρες και επιστημονικά συνεπείς επισημάνσεις μεγάλων πολιτικοστοχαστικών προεκτάσεων, τονίζω, δεν επιβάλλει συμβιβασμούς μπροστά στην περιρρέουσα κεκτημένη ταχύτητα των συμβατικών και καταμαρτυρούμενα αποτυχημένων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων. Πρώτον, εκατομμύρια τέκνα και εγγόνια της ηγεμονομαχίας αυτό μόνο ξέρουν, δεύτερον, οι περισσότεροι σήμερα ζουν σε καθεστώς απόλυτης στοχαστικής σύγχυσης και μόνο λύπηση τους αξίζει και τρίτον, τα επιστημονικά ζητήματα ποτέ δεν ήταν υπόθεση αριθμητικών πλειοψηφιών. Γιατί ένα είναι σίγουρο, ότι τα τέκνα και τα εγγόνια της ιδεολογικής διαπάλης του παρελθόντος είναι πολλά και η κεκτημένη ταχύτητα πολλών ανθρωπίνων φαινομένων δεν ανακόπτεται ακαριαία. Η στοχαστική αχρήστευση εκατομμυρίων ανθρώπων θα πάρει πολύ χρόνο να διορθωθεί και εμείς δεν γράφουμε για αυτούς αλλά για πολλούς άλλους των οποίων η λογική και ο ορθολογισμός διεσώθει. 
Εν τέλει, μια πιο βαθιά και σήμερα ευκολότερη απ’ ότι πριν μερικές δεκαετίες αντικειμενική ιστορικοπολιτική ματιά δείχνει ότι η υλιστική νοηματοδότηση της δημόσιας σφαίρας που έχει την αφετηρία στις προαναφερθείσες απαρχές της νεοτερικότητας, βρίσκεται σε ένα διαρκές αδιέξοδο τεσσάρων περίπου αιώνων. Όχι μόνο, όπως προείπαμε, αμιγής υλιστική σφαίρα ποτέ δεν υπήρξε και μάλλον ποτέ δεν θα υπάρξει –εκτός και αν οι πολίτες εκκενωθούν από την ανθρωπολογική ετερότητά τους, οπότε μιλάμε για διάλυση και όχι για συγκρότηση–, αλλά επιπλέον όσες κοινωνίες υπέστησαν την υλιστική λαίλαπα καταμαρτυρούμενα δυνάμωσαν αντί να αποδυναμωθούν ως εθνικές-ανθρωπολογικές οντότητες. Για την ψύχραιμη, μη προκατειλημμένη και αξιολογικά ελεύθερη πολιτική σκέψη αυτό ήταν αναμενόμενο πολιτικοστοχαστικό γεγονός και όχι πολιτικοστοχαστικό παράδοξο. Ήδη αναφέραμε ότι ο πολιτικός στοχασμός διαθέτει σήμερα δύο ακλόνητα παραδείγματα, την Σοβιετική Ένωση και την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και θα αποτελούσε αντιδεοντολογική επιστημονική στάση και ανορθολογική πολιτική στάση κανείς να τα παρακάμπτει, όπως πολλοί κάνουν, με ελαφρά-ελαφρά πηδηματάκια, ξεχνώντας μάλιστα παρελθούσες υψιτενείς ιδεολογίες οι οποίες με ιστορικούς όρους είναι εφήμερης και μηδαμινής σημασίας 


Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που φανέρωσε στους πολλούς το ψεύδος όλων των μοντερνιστικών ιδεολογικών δογμάτων, το αδιέξοδο γίνεται ολοένα και περισσότερο υπαρξιακό για τους πολιτειακούς φορείς των δυτικών κυρίως κρατών. Στον υπόλοιπο κόσμο οι κοινωνίες, μετά το σπάσιμο των αλυσίδων της ιδεολογικής διαμάχης του 20ού αιώνα –προηγήθηκαν πολλοί αιώνες αποικιοκρατίας, ηγεμονισμού, εθνοκαθάρσεων και γενοκτονιών– κινούνται ραγδαία προς τον σωστό πλέον προσανατολισμό, με την έννοια των πολιτικοστοχαστικών στάσεων που είναι συμβατές με την ιστορική οντολογική θεμελίωσή τους και διαμόρφωσή τους. Το στοίχημα για περισσότερα έθνη δεν είναι κάποιο εθνομηδενιστικό στοίχημα αλλά η δύσκολη και δυσχερής κοινωνικοπολιτική τους συγκρότηση με τρόπο συμβατό με την υποκείμενη ανθρωπολογία κάθε ανεξάρτητου έθνους.
Η δημοκρατία, η κοινωνική ελευθερία και η πολιτική ελευθερία πλέον, στο βάθος του επερχόμενου μέλλοντος, μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο ως η συγκρότηση και η συγκράτηση πολιτειακών δομών συμβατών με μια φυσιολογικά εξελισσόμενη ανθρωπολογία. Με αυτό εννοούμε όσο το δυνατό λιγότερες εξωγενείς επιδράσεις, όσο το δυνατό ανεπηρέαστα από ηγεμονικές επιρροές, όσο το δυνατό λιγότερους ή και καθόλου ανθρωπολογικούς πειραματισμούς και η διαφύλαξη της μη ρατσιστικά νοούμενης ανθρωπολογικής διαμόρφωσης ως κόρη οφθαλμού. Όπως ήδη τονίσαμε, αυτό σημαίνει τόσο αυτοσυγκρότηση και αυτοθέσμιση στην βάση τόσο του πνευματικού όσο και του αισθητού κόσμου κάθε κοινωνικής οντότητας όσο και αποφυγή ανθρωπολογικού βιασμού με την ενθάρρυνση της λαθρομετανάστευσης στην βάση αποδομηστικών ιδεολογικών κριτηρίων και πολιτειακών πειραματισμών (Κύπρος με το σχέδιο Αναν, Βοσνία, Ιράκ) που όλως περιέργως επιχειρούνται εις βάρος βεβαρημένων κρατών αλλά όχι εις βάρος μεγάλων κρατών (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Ρωσία).

Ανεξαρτήτως μεμονωμένων και τοπικού χαρακτήρα συμβάντων, ένας συγκεκριμένος πολιτικός προσανατολισμός αποτελεί, μάλλον, πνευματικό και πολιτικό μονόδρομο: Ανεξαρτήτως τοπικών και περιφερειακών ιδιομορφιών ο εμπλουτισμός της εθνοκρατικής δομής με τον πνευματικό κόσμο των πολιτών ενός ολοένα και πιο δομημένου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος μπορεί να σημαίνει ολοένα και μεγαλύτερη δημοκρατία και μια ολοένα και πιο βαθιά μη ρατσιστικά-μοντερνιστικά νοούμενη ανθρωπολογία. Δημοκρατία όχι βεβαίως ιδεολογικά και στρεβλά νοούμενη ως έμμεση αντιπροσώπευση ή ως κάποιου είδους θεοκρατική ιεραρχία, αλλά ως εκείνη η κατάσταση η οποία είτε δημιουργεί τις προϋποθέσεις άμεσου ελέγχου των πολιτών-εντολέων επί των εντολοδόχων εξουσιών ή μιας δομής με σαφή και προδιαγεγραμμένη φορά κίνησης προς αυτό τον προσανατολισμό.
Αυτή η επισήμανση, βεβαίως, απαιτεί βάσιμη σχετικοποίηση υπό το πρίσμα των ιστορικοπολιτικών εμπειριών και της διαδρομής των κρατών και του διεθνούς συστήματος. Με όρους μακροιστορικού χρόνου η διαδρομή σήμαινε, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, μια ταραχώδη αλλά ανοδική πορεία από την προπολιτική-βαρβαρική εποχή στην εποχής του πολιτικού πολιτισμού στην κλασική αρχαιότητα, στην συνέχεια στην Αλεξανδρινή περίοδο, την οποία διαδέχθηκε η ελληνιστική εποχή, η Ρωμαϊκή εποχή και στην συνέχεια από την αντιθετική πορεία της θεοκρατούμενης Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της ανθρωποκεντρικά προσανατολισμένης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Αυτή η δυσχερής, πολυτάραχη και πλήρης προβλημάτων συγκρότηση του πολιτισμού μετά την έξοδο από τη βαρβαρότητα μέχρι και την πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης, ήταν εν τούτοις, πολιτικά, πολιτισμικά και πολιτειακά ανοδική. Μετά την επέλαση του υλισμού κατά την διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων αιώνων, ο κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής, συγκροτήθηκε διαφοροποιημένα: Σε ένα επίπεδο κινούνταν οι υλιστικές αυτοκρατορίες και στο υποκείμενο ανθρωπολογικό επίπεδο τα έθνη κτίζονταν ερήμην και εις πείσμα των ηγεμονικών και ιδεολογικών εποικοδομημάτων.
Ναι μεν για παράδειγμα όπως προείπαμε το διεθνές δίκαιο συγκροτήθηκε με όρους κυριαρχίας και αυτοσυντήρησης αλλά στην συνέχεια τα ανεξάρτητα εθνοκράτη αξίωσαν και αξιώνουν ολοένα και περισσότερο την εκπλήρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, έννοια πνευματικά γεμάτη που αποτελεί, όπως υποστήριξα την κοσμοθεωρία των εθνών. Μια δηλαδή πνευματική αντί-ηγεμονική αντίληψη συμβατή με την ανθρωπολογική δομή του κόσμου όπως εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε εθνοκρατοκεντρικά.
Παρά την εξέλιξη του κόσμου και την πορεία του πάνω σε προδιαγεγραμμένες πλέον εθνικές γραμμές, οι μοντερνιστικές ιδεολογίες συμπεριλαμβανομένων και των διάδοχων μεταμοντέρνων, φαίνεται να μην έχουν διδαχθεί το παραμικρό. Έτσι, μιλούν ακόμη, για ρατσισμούς και για ανθρωπολογικές αποδομήσεις, και «οραματίζονται» ουτοπικά κάποιο φανταστικό μετά-εθνικό κόσμο ατομιστών ιδιωτών αγνώστου ανθρωπολογικού περιεχομένου, αγνώστου δικαιοσύνης και ασφαλώς αγνώστου είδους (διανεμητικής) διακυβέρνησης. Πρόκειται για μια αδιέξοδη συζήτηση που όπως προανέφερα οφείλεται σε κεκτημένη μοντερνιστική ταχύτητα.  


Για να κατανοήσουμε τα πιο πάνω και άλλα συναφή ζητήματα, απαιτείται να γνωρίζουμε –αν δεν γνωρίζουμε η συζήτηση είναι άσκοπη– το βασικό δίλημμα των Νέων Χρόνων. Στην Κοσμοθεωρία των Εθνών, ανέλυσα εκτενώς αυτές τις πτυχές, υπό διεθνολογικό όμως πρίσμα. Σύντομες, αλλά αναγκαίες και μη εξαιρετέες συνοψίσεις είναι οι εξής:
α) Ανεξαρτήτως διακηρύξεων όλες οι υλιστικές ιδεολογίες είναι μορφικά πανομοιότυπες. Αρχίζουν και τελειώνουν λέγοντας ότι στην ιδιωτική σφαίρα ο καθείς μπορεί να είναι ότι θέλει αλλά μέσα στην δημόσια σφαίρα θα πρέπει να προσέρχεται ως ιδιώτης που θα συμμετέχει υλιστικά-ωφελιμιστικά στις λειτουργίες του κράτους. Κάθε συνεπής μοντερνιστική υλιστική νοηματοδότηση του δημόσιου βίου απαιτεί και επιδιώκει μια υλιστική δημόσια σφαίρα. Το άτομο μέσα στην δημόσια σφαίρα θεωρείται έτσι άθροισμα αδιαφοροποίητων ιδιοτήτων, αποστερημένος των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων που συγκροτούν την ετερότητά του. Αυτές οι ιδιότητες αρχίζουν από τα «ψυχόρμητά του» και φθάνουν μέχρι την ιστορική του συνείδηση, τις ιστορικές μνήμες, τις αντιλήψεις για τις άλλες κοινωνίες, τις ιστορικές του ταυτότητες, τις παραστάσεις για την εχθρότητα άλλων κρατών και κάθε άλλο που τον καθιστούν αστάθμητη και «ανορθολογική» προσωπικότητα. Τονίζουμε ξανά ότι ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει μια τόσο τερατώδης κοινωνική κατασκευή.
β) Κατά την γνωστή διατύπωση του Γκίτενς, βασική παραδοχή των μοντερνιστικών ιδεολογιών είναι ότι το κράτος είναι ένα «δοχείο ισχύος». Ουσίες και νοήματα μειονεκτούν ως κριτήρια κοινού βίου και προτάσσονται λειτουργιστικοί υλιστικοί κανόνες συνύπαρξης των ατόμων. Πέραν των κανόνων συνύπαρξης οι προσδοκίες διίστανται. Οι πολιτικά αφελείς πιστεύουν, και διαρκώς διαψεύδονται, ότι η απέραντη ανθρώπινη ετερότητα μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στις προϋποτιθέμενες ασφυκτικές νομικοθεσμικές δομές που θα διασφαλίζουν μια νομικοπολιτικά προσδιορισμένη ομοιόμορφη συμπεριφορά. Οι πιο υποψιασμένοι αντιλαμβάνονται ότι η ανθρώπινη ετερότητα μέσα στην νομικοθεσμική δομή απαιτεί ασφυκτικούς μηχανισμούς ελέγχων και μηχανισμών καταστολής που θα διασφαλίζουν την υλιστική νομικοπολιτική «συμμόρφωση». Βασικά, αυτό το γεγονός αποτελεί τον μοναδικό σημαντικότερο παράγοντα που ερμηνεύει το διαδοχικό άνοιγμα-κλείσιμο της δεσποτικής και αυταρχικής διακυβέρνησης των μοντερνιστικών καθεστώτων από τον 17ο αιώνα και εντεύθεν. Ερμηνεύει τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις, τις καταναγκαστικές αφομοιώσεις, την διολίσθηση του κομμουνισμού στην ΕΣΣΔ στην βία και στο μαζικό έγκλημα, τους μηχανισμούς καταστολής των καθεστώτων έμμεσης αντιπροσώπευσης όποτε χαλαρώνει η κοινωνικοπολιτική δομή λόγω εσωτερικής ανθρωπολογικής διαφοροποίησης και την επιμελημένη αδιαφορία των πολιτικών ελίτ έμμεσης αντιπροσώπευσης στις αξιώσεις βαθέματος και επέκτασης της άσκησης «λαϊκής» κυριαρχίας με φορά κίνησης προς ένα αδιασάλευτο σκοπό συνθηκών άμεσης δημοκρατίας.
γ) Ενώ οι εκδοχές και αποχρώσεις των βαθμίδων βίαιης και καταναγκαστικής συμμόρφωσης της νεότερης εποχής είναι απροσμέτρητες, απαιτείται να γίνει κατανοητό ότι ο ρατσισμός ήταν η λογική και συνεπέστερη μοντερνιστική κοινωνικοπολιτική εκδοχή. Οι παραδοχές φιλοσόφων όπως οι La Mettrie και de Sade αποτελούν τις συνεπέστερες στοχαστικές διατυπώσεις του φιλοσοφικού περιεχομένου κάθε υλιστικής δομής, ζήτημα που εξετάστηκε εκτενώς στο προαναφερθέν βιβλίο μου. Μερικά σύντομα λόγια δεν βλάπτουν.
i) Φιλόσοφοι όπως οι La Mettrie και Μαρκήσιος de Sade κατάλαβαν ότι η υλιστική νοηματοδότηση της ζωής για να είναι συνεπής πολιτικά και ανθρωπολογικά απαιτεί μια συνεπή πνευματική εκκένωση του ανθρώπου. Δηλαδή, δεν αρκεί το άτομο να προσέρχεται στην υλιστική δημόσια σφαίρα όπως θέλει αλλά θα πρέπει να εκμηδενιστεί ανθρωπολογικά μέσα στην ιδιωτική σφαίρα για να προσέρχεται ως συνεπής και αδιατάραχτος υλιστής στον δημόσιο μηχανοποιημένο βίο. Φιλοσοφικά συνεπέστατα και λογικά, υποστήριξαν ότι υλιστής πολίτης μέσα σε υλιστικό κράτος σημαίνει νοηματοδότηση των πάντων με όρους μηχανοποιημένης θηριώδους ισχύος, κυριαρχίας και εγκληματικών ή και απάνθρωπων σαδιστικών συμπεριφορών που επιβάλλουν την άποψη του ισχυρότερου. Μάταια φιλελεύθεροι και μαρξιστές στοχαστές προσπάθησαν κατά καιρούς να «αποδείξουν» ότι οι στοχαστικές τους συγγένειές με τον Μαρκήσιο είναι ασθενείς ή ανύπαρκτες. Η αλήθεια είναι ότι ίσαμε τις λογικές συνέπειες της υλιστικής νοηματοδότησης της ατομικής και πολιτικής ζωής η λογική απόληξη είναι τα ανθρωπολογικά Σόδομα και Γόμορρα που μεταμφιέζονται ποικιλόχρωμα αλλά έχουν ως συνεπή αξίωση την επίπεδη και αθροιστική αντίληψη μιας εκμηδενισμένης ανθρωπολογίας όχι μόνο μέσα αλλά και εκτός της δημόσιας σφαίρας.
ii) Αν και μέσα στην εκμηδενισμένη ατομική σφαίρα μερικών αυτό ήδη συμβαίνει, λίγοι ανθρωπολογικά μηδενισμένοι θα παραδεχθούν ότι είναι οπαδοί του Μαρκήσιου de Sade ή του La Mettrie και των αντί-αισθητικών μέχρι βρώμικων και εγκληματικών επιλογών τους. Οι de Sade και La Mettrie, εξάλλου, ευφυέστατα εξήγησαν τα όρια.
iii) Ανεξαρτήτως προθέσεων ή βαθμού κατανόησης ότι περί αυτού πρόκειται, η μεταμοντέρνα εθνομηδενιστική αποδόμηση, που επιδιώκεται μάλιστα με τον συνήθη φανατισμένο ζήλο κάθε ιδεαλιστικής παραδοχής, αποτελεί, βασικά, επιστροφή στο μέλλον των ανθρωπολογικών Σοδόμων και Γομόρρων των de Sade και La Mettrie. Η μαζική διάδοση των εθνομηδενιστικών παραδοχών,επιπλέον, αποτελεί είδος προσωρινής φιλοσοφικής τους δικαίωσης, γιατί υποστήριζαν ότι ο μοντερνιστικός υλισμός με το να ανατιμήσει την ύλη εις βάρος των πνευματικών εισροών στην δημόσια σφαίρα απαιτεί μια εκμηδενισμένη ανθρωπολογία και την μηχανοποίηση της ζωής.   

Το ιδεολογικό φαινόμενο, λοιπόν, καθώς και η συστηματική ρατσιστική νοηματοδότηση του κράτους-έθνους είναι δυτικοευρωπαϊκό προϊόν του ταραχώδους περάσματος από την φεουδαρχία-δουλοπαροικία στην μετά-Θεοκρατική εποχή. Η διαδρομή των ανθρώπων, όμως, έχει πολύ μεγαλύτερη ιστορικοπολιτική έκταση και δεν περιορίζεται στην μοντερνιστική περίοδο η οποία κάλλιστα, από ορισμένες τουλάχιστον πλευρές, μπορεί να θεωρηθεί ως αφενός οπισθοδρόμηση στην προπολιτική εποχή και ως αφετέρου μεγάλη οπισθοδρόμηση συγκρινόμενη με την κλασική εποχή και κυρίως με την Βυζαντινή Οικουμένη. Εδώ, προφανώς, διαχωρίζω την θέση μου με όσους θεωρούν την μοντερνισμό πρόοδο σε σχέση με τον Μεσαίωνα. Αποτελεί, τονίζω εμφατικά, οπισθοδρόμηση σε προπολιτικές εποχές. Αυτή η θέση χρήζει τρις επισημάνσεις.
          Πρώτον, υπενθυμίζω ότι κάνω διάκριση μεταξύ νεοτερικότητας κα μοντερνισμού. Η νεοτερικότητα ως ένας ευρύτερος και πιο φαρδύς δρόμος συμπεριελάμβανε τόσο μεγάλα επιτεύγματα των ανθρώπων στις τέχνες, στα γράμματα και στην τεχνολογία. Οι άνθρωποι της καθημερινότητας της νεοτερικής διαχρονίας, επιπλέον –και παρά την δυσχερή τους πορεία από την δουλοπαροικία στις ηγεμονίες, στην συνέχεια στην αρχαϊκή αστική δεσποτεία στον επαναστατικό αστικοφιλελευθερισμό, τις εθνοκκαθάρσεις και τις γενοκτονίες, και στην συνέχεια στους δύο τρομακτικούς πολέμους και στην ιδεολογική ηγεμονομαχία που ακολούθησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα–, κατόρθωσαν να αυτοσυγκροτηθούν ανθρωπολογικά και εθνικά. Το έθνος στην Ευρώπη, εν τέλει, εκκολάφθηκε κατά την διάρκεια της νεοτερικότητας και δεν είχαν όλοι οι ευρωπαίοι στο μυαλό τους την ρατσιστική ανθρωπολογία των ναζί. Ούτε βεβαίως συγκροτήθηκαν ανθρωπολογικά λόγω "συμβολαίου" καθόσον οι ποικίλες ιδιότητες των ανθρωπολογιών των ευρωπαϊκών εθνών είναι πολύ πιο σύνθετες απ' ότι η θεωρία του συμβολαίου υποθέτει.
            Δεύτερον, η μεγάλη πολιτική ανωμαλία στο εσωτερικό του νεοτερικού ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου, ακριβώς έγκειται στο μοντερνιστικό ιδεολογικό φαινόμενο. Στις ανθρωπολογικές διαμορφώσεις δεν προτάχθηκαν πλέον μόνο οι δεσποτικές ηγεμονικές κανονιστικές δομές (οι οποίες λίγο πολύ είχαν και θρησκευτικό-δογματικό χαρακτήρα) αλλά και οι επαναστατικές ιδεολογικές επινοήσεις για επιφάσεις, εποικοδομήματα και "ιδεαλιστικά πεπρωμένα". Αυτό το γεγονός πέραν των προαναφερθέντων κακουχιών και οπισθοδρομήσεων ανέστελλε και μια πιο ταχύρρυθμη φυσιολογική ολοκλήρωση των πρώην δουλοπαροίκων που σιγά-σιγά εξελίχθηκαν στο εσωτερικό των εθνικών ενοτήτων που αναδύθηκαν. Επιπλέον, αυτή η ολοκλήρωση κινήθηκε εν μέσω εμποδίων που έθετε το καθεστώς έμμεσης αντιπροσώπευσης που συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας. Για να το θέσουμε διαφορετικά, είναι ένα πράγμα εάν οι ευρωπαϊκές κοινότητες είχαν συγκροτηθεί σε δημοκρατικό Δήμο εντός του οποίου θα συντελούνταν διαρκώς ανθρωπολογικές διαμορφώσεις και άλλο ο εγκλωβισμός τους επί ηγεμονιών στον δεσποτικό ζυγό και στην έμμεση αντιπροσώπευση στις λογικές της υλιστικής ιδιωτείας (διαχωρισμό δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας και στέρηση της πρώτης από τον πνευματικό κόσμο των πολιτών).

Οι πιο πάνω ιστορικές συνθήκες της ευρωπαϊκής νεοτερικότητας εξηγούν το γεγονός ότι όχι μόνο τα ευρωπαϊκά έθνη δεν εξελίχθηκαν φυσιολογικά αλλά επιπλέον η νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος οδήγησε τόσο σε ενδοκρατικές διαστροφές όσο και στο αποικιοκρατικό φαινόμενο. Η αντίληψη του "κρατικού έθνους" και ο αναπόδραστος πλέον ρατσισμός που συμπλέχθηκε με πολέμους, εθνοσοβινισμούς και την αποικιοκρατική περιπέτεια των πολιτικών ελίτ στην οποία έσυραν και τις κοινωνίες τους, είναι ιδιαίτερα και ιδιόμορφα ευρωπαϊκά φαινόμενα που απαιτείται να εξετάζονται υπό το πρίσμα του πλήθους ειδοποιών διαφορών που τα προσδιορίζουν στον τόπο και στον χρόνο. Γι' αυτό, μάταια πολλοί επιχειρούν να κατανοήσουν την ανθρωπολογική συγκρότηση των υπόλοιπων εθνών με ρατσιστικούς όρους, ή με στερεότυπα που πλάθουν ιστοριογραφικές ανεκδοτολογίες με σκοπό ένα αδιέξοδο εθνομηδενισμό.
    Γι' ακόμη ένα λόγο, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, οι ανθρωπολογικές διαμορφώσεις στην ιστορική διαχρονία είναι απολύτως αδύνατο να εξιχνιαστούν πλήρως. Τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα καθώς και οι αξιώσεις εθνικής ανεξαρτησίας είναι οι πλέον αξιόπιστες μαρτυρίες. Η πνευματική, πολιτισμική και ανθρωπολογική συγκρότηση όλων των εθνών χάνεται μέσα στο ιστορικό βάθος που είναι εξ αντικειμένου αδύνατο να διερευνηθεί τεκμηριωμένα, εκτός και αν ασήμαντες επί μέρους πληροφορίες μεμονωμένων γεγονότων αξιολογούνται ως σημαντικές για να εκλογικευτεί ένα επιθυμητό όλο. Ένα είναι σίγουρο, το γεγονός ότι αναρίθμητες σμίλες μορφοποιούν τους ανθρώπους και τις συλλογικές οντότητες που ποτέ δεν έπαψαν να επικοινωνούν, να μεταναστεύουν, να συγκρούονται, να συμμαχούν, να συναλλάσσονται, να χωρίζουν όταν οι κοινωνίες είναι ανθρωπολογικά διαφοροποιημένες και να σμίγουν όταν οι κοινωνίες είναι ανθρωπολογικά συγγενείς. Τα αίτια βρίσκονται κρυμμένα βαθιά μέσα στον ανθρωπολογικό πυρήνα κάθε ανθρώπου και κάθε συγκροτημένου έθνους.
Μπορούμε, σε αντίθεση με ιστοριογραφικές καρικατούρες οι οποίες είτε σχετικοποιούν με ιδεολογικά άλματα είτε ανάγουν το μέρος σε γενικό, να σκεφτούμε το διϋποκειμενικά πασίδηλο μακροιστορικό γεγονός ότι  μικρά και μεγάλα ιστορικά κύματα και απροσμέτρητες συμμίξεις και μεθέξεις στο εσωτερικό και μεταξύ των εθνών, των πολιτισμών και των πολιτειών που διήρκησαν επί αιώνες και που έκτισαν τόσο τις πολιτικές-πνευματικές όσο και τις ανθρωπολογικές δομές του ιστορικού χώρου που αρχίζει από το Αιγαίο και προεκτείνεται στο Μικρασιατικό βάθος και στην Μεσόγειο. Η ανθρώπινη διαδρομή ποτέ δεν ήταν ευθύγραμμα ανοδική ή ανθόσπαρτη και ότι μάλλον ποτέ δεν θα είναι. Η ανθρωπολογική διαμόρφωση και η πολιτειακή συγκρότηση και η συγκράτηση των εθνών αυτού του ιστορικού χώρου δεν βασιζόταν σε κάποιες καθιερωμένες εθνοφυλετικές σταθερές ή ρατσιστικές παραδοχές οι οποίες αποτελούν, όπως προείπαμε, θλιβερό προνόμιο της μοντερνιστικής εποχής.
Υπό διαφορετικές κοσμοσυστημικές συνθήκες η διαδρομή των εθνών συνεχίστηκε σε τοπικό επίπεδο και μετά την πτώση της Βασιλεύουσα Πόλης, της Κωνσταντινούπολης. Βασικά, συνεχίστηκε μέχρι την καταστροφή του 1922. Δική μου θέση είναι ότι αυτή η καταστροφή επιδέχεται πολλές ερμηνείες μια εκ των οποίων είναι η ανθρωπολογική εκμηδένιση του ιστορικού χώρου της Βυζαντινής Οικουμένης και η εγκαθίδρυση των μοντερνιστικών-υλιστικών δομών του νεοτουρκικού και νεοελληνικού κράτους που αναίρεσαν πολιτικά οράματα ή και πολιτικά σχέδια (βλ. για παράδειγμα τις θέσεις του Ρήγα Φεραίου) για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία στον ιστορικό χώρο των εθνών των Βαλκανίων και της Ανατολής.
            Γι’ αυτό είναι επιστημονικά μιλώντας ακατανόητο το γεγονός ότι οι φορείς των μοντερνιστικών ή μεταμοντέρνων ιδεολογιών με απύθμενη επιστημονική προπέτεια και παραβιάζοντας πάγιους κώδικες της δεοντολογίας της επιστήμης ενοχοποιούν την εθνική διαμόρφωση της κοινωνιών της περιφέρειας της Ελλάδας αντί να περιγράψουν το αληθινό προσωπείο των δυναστικών καθεστώτων και των μοντερνιστών συγγενών τους.
       Ιδιαίτερα όσον αφορά το νεοελληνικό κράτος αλλά όπως φαίνεται και το νεοτουρκικό, το πρόβλημα δεν είναι η εθνικά συγκροτημένη πλέον ανθρωπολογία τους αλλά οι μεταπρατικές μοντερνιστικές δομές που τους επιβλήθηκαν, της μεν Ελλάδας την δεκαετία του 1820 και της Τουρκίας επί Ατατούρκ. Αν κάτι είναι λογικό και αυτονόητο στην Ελλάδα, είναι η αναγκαιότητα της ταχύρρυθμης ολικής επαναφοράς της εθνικής δημοκρατικής παράδοσης και η ανάλογη και αντίστοιχη προσαρμογή του ελληνικού κράτους.
    Οι κρατικές δομές λογικό είναι πάντοτε να κατοπτρίζουν κανονιστικά την υποκείμενη ανθρωπολογία. Το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν το έθνος αλλά το γεγονός ότι πάνω από ιστορικά διαμορφωμένα έθνη με μακραίωνους πολιτισμούς και πολιτικά επιτεύγματα επιβλήθηκαν υλιστικές πολιτειακές δομές ασύμβατες με τις υποκείμενες ανθρωπολογίες. Το έργο των δεσποτικών καθεστώτων και της μοντερνιστικής λαίλαπας –η παραδοχή ότι «το κράτος προηγείται του έθνους» και η επιβολή ξενόφερτων κανονιστικών εποικοδομημάτων επί ανθρωπολογικά διαμορφωμένων κοινωνικών οντοτήτων–  επιχειρεί τώρα να συνεχίσει το εθνομηδενιστικό κίνημα σε αγαστή συνεργασία με εξωπολιτικούς διεθνικούς δρώντες, κερδοσκόπους, πολυεθνικές εταιρίες κα αξιωματούχους ηγεμονικών κρατών.    

Τώρα, ο Φαλμεράιερ και ο κάθε Φαλμεράιερ, είναι καθαρόαιμα τέκνα της φασιστικορατσιστικής πορείας του μοντερνισμού μετά τον 16ο αιώνα. Η όχι και τόσο παράδοξη σχέση των ρατσιστικών ερμηνειών με τις εθνομηδενιστικές –λόγω στενής συγγένειας μεταξύ όλων των μοντερνιστικών και μεταμοντέρνων παραδοχών– προσφέρει την ευκαιρία για κάποιες καταληκτικές συμπερασματικές επισημάνσεις.
Από τα προηγηθέντα συγκρατούμε ως καίριας σημασίας ζήτημα την μακροϊστορική παρατήρηση ότι της μοντερνιστικής περιόδου προηγήθηκε μια ολόκληρη χιλιετηρίδα κατά την διάρκεια της οποίας ενώ στην Βυζαντινή Οικουμένη ο πολιτικός πολιτισμός και η πνευματική ανάπτυξη των εθνών εν μέσω πολλών δυσκολιών κινούταν ανοδικά, στον δυτικοευρωπαϊκό Μεσαίωνα κυριαρχούσε η Ρωμαιοκαθολική θεοκρατία. Τα ισχυρά αντί-πνευματικά σύνδρομα όλων των μοντερνιστικών ιδεολογιών οφείλονται στο γεγονός ότι η Ρωμαιοκαθολική θεοκρατία αποτελούσε τον αντίποδα και τον αντίπαλο της Βυζαντινής Οικουμένης στο εσωτερικό της οποίας ο Χριστιανισμός επηρεασμένος και από τα επιτεύγματα του κλασικού πολιτικού πολιτισμού και τους άλλους συγγενείς με αυτόν εθνικούς πολιτισμούς του Μικρασιατικού βάθους,  έκτισε ένα κοσμοσύστημα –για να χρησιμοποιήσω τον προσφιλή και εύστοχο όρο του Γιώργου Κοντογιώργη– που διαιώνισε επί αιώνες μια δύσκολη μεν αλλά σχετικά επιτυχή ισορροπία μεταξύ της Βασιλεύουσας Πόλης και των εθνών που την συναποτελούσαν.
Λογικά και αναμενόμενα, η Ρωμαιοκαθολική Θεοκρατία ποτέ δεν σταμάτησε να υπονομεύει και να ροκανίζει την Βυζαντινή Οικουμένη και τα πνευματικά, πολιτισμικά και πολιτικά της επιτεύγματα, μιας και ήταν πολιτικά και θρησκευτικά το αντίθετό της. Το ίδιο ισχύει, όμως, για τον υλιστικό μοντερνισμό που διαδέχθηκε την θεοκρατία.

Συμπεραίνοντας θα επιχειρήσουμε τώρα να συνοψίσουμε τα επιχειρήματά μας κάνοντας μια ακόμη μακροϊστορική σχετικοποίηση και σύγκριση φαινομένων βαθύτατων προεκτάσεων για διαμόρφωση του κόσμου μέχρι τις μέρες μας:
α) Ο ανθρωπολογικός εξανδραποδισμός που προκάλεσε ο δεσποτισμός, η θεοκρατία και η φεουδαρχία και που δημιούργησε το φαινόμενο των δουλοπαροίκων, δηλαδή, των ανθρωπολογικά ισοπεδωμένων όντων, εξάλειψε τις προϋποθέσεις συγκρότησης πολιτειών κλασικά νοούμενων στην Δυτική Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αφετηριακές ηγεμονίες των Νέων Χρόνων δεν επιχείρησαν κάτι τέτοιο αλλά όπως ήδη τονίσαμε διακυβερνούσαν δεσποτικά. Εξ αυτού του γεγονότος, όλες ανεξαιρέτως οι μοντερνιστικές ιδεολογίες εμπεριέχουν την πολιτική θανατηφόρα προκατάληψη ότι i) οι πολίτες είναι αγελαίο άθροισμα που για να διακυβερνηθεί απαιτείται μια πεφωτισμένη ηγεσία (αρχικά κληρονομική και στην συνέχεια των έμμεσα εκλεγμένων πολιτικών ελίτ) και ii) ότι η ελιτίστικη ιεραρχία είναι θεμιτή και αναγκαία προϋπόθεση ανθρωπολογικής διαμόρφωσης. Τουλάχιστον όσον αφορά τις χαρούμενες ή τις πιο υποψιασμένες και ηγεμονικά επιστρατευμένες εκδοχές των εθνομηδενιστικών ιδεολογημάτων, αυτές οι παραδοχές διαιωνίστηκαν ως έμμονα υποσυνείδητα σύνδρομα. Άλλη ερμηνεία δεν μπορεί να υπάρξει γι’ αυτά τα μεταφυσικά ιδεολογήματα τα οποία αναγκαστικά είναι βαθύτατα επηρεασμένα από τις αντιφάσεις και τις ασυνέπειες της μοντερνιστικής πολιτικοστοχαστικής διαδρομής. Αριθμητικά αυτή η αποδομητική αντίληψη είναι σήμερα κυρίαρχη στα δυτικά πανεπιστήμια και οι συνέπειες για όσους γίνονται θύματά της είναι πασίδηλες και αυτονόητες.
β)  Η μεταμοντέρνα εθνομηδενιστική θεώρηση στην οποία αναφερθήκαμε μόλις, είναι, βασικά, αποτελματωμένη στην αδιέξοδη θέση –και πολιτικά διεστραμμένη θέση, επαναλαμβάνω, γιατί εμποτίστηκε από την ιστορικά ατυχή σχέση δουλοπαροίκων-εξουσίας στην μετά-θεοκρατική εποχή– ότι το κράτος προηγείται του «έθνους». Αφού έπρεπε να υπάρξει μια τεχνητή ανθρωπολογία αυτό έπρεπε να επιτευχθεί εύκολα με το να ενοποιηθούν υλιστικά-ηγεμονικά οι διαφοροποιημένοι και στερούμενοι πνευματικής καλλιέργειας δουλοπάροικοι. Οι δουλοπάροικοι, εν ολίγοις, δεν είχαν τις ιδιότητες του πολίτη, και ο μοντερνισμός βαθιά επηρεασμένος από αυτή την ιστορική μνήμη που δημιουργεί ελιτίστικες ψυχώσεις και σύνδρομα, ζητά, βασικά, να διαιωνιστεί στο διηνεγκές η αντίληψη "οι κρατικοί θεσμοί προηγούνται της ανθρωπολογικής διαμόρφωσης" (οι σημερινές για παράδειγμα παρωχημένες "θεσμικές θεωρήσεις" της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δηλαδή, επιζητούνται ιδεολογικές επινοήσεις κρατικών κατασκευών στο εσωτερικό των οποίων το ταραχοποιό πνεύμα των πολιτών δεν έχει θέση και όπου ακόμη και ένας αθροιστικός ανθρωπολογικός ακταρμάς θα μπορούσε να λειτουργήσει πολιτικά ευθύγραμμα, "υπάκουα", εύρυθμα και "αποτελεσματικά". Η υλιστική διακυβέρνηση είναι το μέσο και ο σκοπός.
Για τον εγγενώς αντί-πνευματικό χαρακτήρα των υλιστικών ιδεολογιών υπάρχουν τα μοναδικά και ανεπανάληπτα κείμενα του Παναγιώτη Κονδύλη, ιδιαίτερα το Κριτική της μεταφυσικής στην νεότερη σκέψη αλλά και για όποιον έχει την στοχαστική αντοχή να το αντέξει και έτσι την τύχη να το καταλάβει το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Εδώ συγκρατούμε και επισημαίνουμε το γεγονός ότι η διολίσθηση από την αντί-θεοκρατία στον υλισμό και στην αντί-πνευματικότητα είχε ως συνέπεια την προαναφερθείσα σταδιακή κυριαρχία του διαστρεμμένου ιδεολογήματος με προεκτάσεις μέχρι τις μέρες μας.
Ο σύγχρονος εθνομηδενισμός, ακριβώς, έχει τις ρίζες του στην εποχή των δουλοπαροίκων και στην βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στην πολιτική κουλτούρα των δυτικών ελίτ ότι ένα κράτος μπορεί να συγκροτηθεί ανθρωπολογικά  και πολιτικά με υλιστικές μόνο μεθόδους. Ακόμη πιο σημαντικό, η ειδοποιός διαφορά όσον αφορά τον σύγχρονο εθνομηδενισμό, τον οποίο επαγγέλλονται πλέον νέες δυναμικές συσπειρώσεις διεθνικών ιδεολόγων, είναι ότι αν ένα έθνος «δυστυχώς» έχει ήδη διαμορφωθεί ανθρωπολογικά θα πρέπει να αποδομηθεί για να κυβερνιέται απρόσκοπτα.
Το επιστημονικό και στοχαστικό τερατούργημα γίνεται άπιαστο και ακατανίκητο όταν όλα αυτά τα παρωχημένα ιδεολογήματα αναμιγνύονται με μεταφυσικές θέσεις περί πολυπολιτισμού, ζήτημα που έθιξα ακροθιγώς πιο πάνω. Την εσχατολογία των μοντερνιστικών ιδεολογιών την διαδέχθηκε η εσχατολογία των πολυπολιτισμικών κρατών (ή ακόμη και του πολυπολιτισμικού πλανήτη). Φλυαρίες, δηλαδή, περί ενός κόσμου ιδιωτών που περιφέρονται χρησιμοθηρικά, συμπεριφέρονται αλτρουιστικά και που αποδέχονται την κατανομή των πόρων φιλεύσπλαχνα. Η ανθρωπολογία τους θα είναι επίπεδη και εθνομηδενισμένη. Αυτό είναι το όραμα πολλών ιδεολογικά προσανατολισμένων θεωρημάτων στα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Στις ΗΠΑ, τα ίδια ρεύματα σκέψης ενέχουν μια άλλη διάσταση καθότι από καιρό ο εθνομηδενισμός ως "συνταγή για τρίτους" είναι διακηρυγμένα και κατ' ομολογία ένα από τα κυριότερα εργαλεία της εθνικής τους στρατηγικής.
 γ) Όπως υποστηρίζω στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, η καθολικά αντί-Αριστοτελική πορεία του μοντερνισμού αποτέλεσε τελικά τον σκληρό φιλοσοφικό πυρήνα στο εσωτερικό της νεοτερικότητας (η οποία, νεοτερικότητα, επαναλαμβάνω, ήταν ένας πολύ πιο φαρδύς πολιτικός και πνευματικός δρόμος μέσα στον οποίο πορεύονταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες). Η κυριαρχία αντί-Αριστοτελικών παραδοχών σήμαινε, βασικά, ότι η Δύση μετά τον 16ο αιώνα αυτοκτόνησε πολιτικά και στοχαστικά. Αυτό μπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: Η αποδυνάμωση της Ρωμαιοκαθολικής θεοκρατίας αντί να οδηγήσει στην ανθρωποκεντρική αριστοτελική συγκρότηση και συγκράτηση των εθνών της Ευρώπης οδήγησε σε ποικίλες εκδοχές της παραδοχής περί "κρατικού έθνους" που λίγο ή πολύ διαποτίζει σχεδόν οτιδήποτε ειπώθηκε ή γράφτηκε στις Δυτικές ηγεμονίες των Νέων Χρόνων. Κυρίως, όμως, διαποτίζει τα πολιτικά και πνευματικά ελίτ με αποτέλεσμα να προσκολλώνται στην έμμεση αντιπροσώπευση και να βλέπουν εχθρικά κάθε κίνηση με φορά προς άμεση δημοκρατία και μια βαθύτερη ανθρωπολογική διαμόρφωση με όρους δημοκρατίας και κοινωνικής ελευθερίας.
Ύστεροι φτωχοί συγγενείς είναι οι ελληνικής καταγωγής φανατισμένοι μεταμοντέρνοι θιασώτες μιας επίπεδης ανθρωπολογίας που αναμενόμενα αρνείται τα πολιτικά και πολιτισμικά κεκτημένα των κοινωνιοκεντρικά κτισμένων εθνικών κοσμοθεωριών της Βαλκανικής και Μεσογειακής περιφέρειας και που θέλει να αντιστρέψει το έθνος ως πνευματικό, πολιτικό και ανθρωπολογικό φαινόμενο για να το μετατρέψει σε ένα συνονθύλευμα πνευματικής εξαθλίωσης επιπέδου δουλοπαροίκων. Οι αποδομηστές, για παράδειγμα, συσπειρωμένοι σε διεθνικές συνάξεις πεισματικά και παιδαριωδώς επιχειρούν να υποστηρίξουν ότι οι κοινωνίες της Βαλκανικής και της Μικρός Ασίας είναι δημιουργήματα της φαντασίας και ότι πίσω τους δεν υπάρχει μια μακραίωνη πνευματική, ανθρωπολογική και πολιτική διαμόρφωση.  
            δ) Στο μυαλό των ημέτερων ελλήνων εθνομηδενιστών δεν χωράει το γεγονός ότι ιστορικοπολιτικά καταμαρτυρείται πως το έθνος συγκροτείται ανθρωπολογικά, πολιτισμικά και πολιτικά μέσα από μακραίωνες και εν πολλοίς άγνωστες συμμίξεις και μεθέξεις ατομικών και συλλογικών οντοτήτων απέραντης και απύθμενης ετερότητας (και ότι η μοντερνιστική υλιστική αντίληψη είναι αφύσικη και εγγενώς ρατσιστική). Πάντως, έστω και συντομογραφικά, απαιτείται να συνοψίσουμε το γεγονός ότι τα μοντερνιστικά διεθνιστικοϋλιστικά δόγματα αναμίχθηκαν και εξελίχθηκαν άναρχα υπό το πρίσμα τριών κύριων ρευμάτων, i) του αστικοφιλελευθερισμού που διαδέχθηκε τις αρχικές αστικές ηγεμονίες), ii) του μαρξισμού (που φιλοδόξησε να τον διαδεχθεί σπρώχνοντας την υλιστική αντίληψη ίσαμε τις λογικές διεθνιστικοϋλιστικές συνέπειές της) και του ii) ναζισμού (που αποτελεί την συνεπέστερη και πιο «αποτελεσματική» μοντερνιστική ιδεολογία). Βασικά, έτσι προέκυψε η «ιδεολογία» ως αντικατάστατο της δημοκρατίας, έτσι γεννήθηκε η έμμεση αντιπροσώπευση (κατ’ ευφημισμό έμμεση «δημοκρατία») ως υποκατάστατο της Δημοκρατίας κινούμενη όμως με φορά δεσποτική και έτσι γεννήθηκαν τα ιδεολογικά μεταμφιεσμένα ηγεμονικά μοντερνιστικά δόγματα.
ε) Ο δυτικός ηγεμονικός μοντερνισμός δεν περιορίστηκε μόνο στις γενοκτονίες και στις εθνοκαθάρσεις που εκτελέστηκαν στην Δυτική Ευρώπη και στην Βόρειο Αμερική αλλά οδήγησε στην κατάληψη του πλανήτη ολόκληρου επί αιώνες. Ο λόγος αυτής της ιμπεριαλιστικής επέκτασης είναι βαθύτατα ριζωμένος σε κάθε υλιστικό ιδεολογικό δόγμα: Όπως επισημάναμε πιο πάνω, εγγενώς ως φιλοσοφικά δόγματα όλες οι ιδεολογίες νοηματοδοτούν τις ανθρώπινες σχέσεις όχι με όρους πολιτικής αλλά με όρους ισχύος και αυτοσυντήρησης (και ασφαλώς κυριαρχίας). Όπως προείπαμε, αν και η διαδρομή των ανθρώπων από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα δεν ήταν ανθόσπαρτη και ποτέ δεν θα είναι, η τρικυμισμένη πορεία προς την Πολιτική Ιθάκη εν μέσω Λαιστρυγόνων, Κυκλώπων και Σειρήνων είχε μια ανοδική φορά, δηλαδή την ανοδική πολιτική, πολιτισμική και ανθρωπολογική συγκρότηση των εθνών την οποία βαθιές ιστορικές ματιές όπως του Ρήγα Φεραίου και του Καβάφη αποτυπώνουν με θαυμαστή ακρίβεια. Μετά τον 16ο αιώνα, όμως, η νέα (πολιτική) μεταφυσική που διαδέχθηκε την Ρωμαιοκαθολική θεοκρατία και που φθάνει μέχρι τους ημιμαθείς σημερινούς μεταμοντέρνους, σήμαινε οδυνηρές εμπειρίες για την ανθρωπότητα: Η νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος από τον μοντερνισμό και τα εγγενώς ρατσιστικά συνοδευτικά δόγματά που οδήγησαν στην κατάληψη του πλανήτη, στην αποικιοκρατική καταλήστευση των εθνών, στην αναστολή της δύσκολης μεν αλλά ανοδικής πολιτικής και ανθρωπολογικής τους πορείας, στην εμπέδωση του μαντρώματος των ανθρώπων (δόγμα κυριαρχίας) ως κύριο τρόπο πολιτειακής συγκρότησης και στο μετά-αποικιακό μετά-ηγεμονικό κόσμο όπου κυριάρχησε η δήθεν ιδεολογική ηγεμονομαχία Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ η οποία αποτέλεσε ενέπλεξε άχαρα ματώνοντας όλα τα έθνη του πλανήτη σε μια άνευ πολιτικού περιεχομένου διαπάλη πολλών αιώνων.
ζ) Εις πείσμα των διενιστικοϋλιστικών δογμάτων και των συγκρούσεων που αυτά υποκίνησαν, η εθνική συγκρότηση ποτέ δεν σταμάτησε, ακόμη και στην Ευρώπη. Ειρωνικά, και στην Δυτική Ευρώπη, όπου σιγά σιγά οι δουλοπάροικοι μορφώθηκαν, οι πολίτες ολοένα και περισσότερο αξιώνουν τον ρόλο του εντολέα. Αυτή η τάση θα αποδυναμώνεται μόνο εάν η ελιτίστικη-δεσποτική έμμεση αντιπροσώπευση κινείται με φορά προς έμμεση δημοκρατία και με προορισμό την άμεση δημοκρατία: Όσο πιο κοντά στην πολιτική εξουσία και όσο πιο άμεση εποπτεία ασκεί ο πολίτης-εντολές πάνω στην εντολοδόχο εξουσία τόσο περισσότερο Δημοκρατία έχουμε, και το αντίστροφο. Τα υπόλοιπα, δηλαδή ιδεολογίες, κόμματα και τα λοιπά, είναι κατάλοιπα του μοντερνισμού που δρουν ανασταλτικά στην δημοκρατική ανάπτυξη των εθνών. Εθνών, ακριβώς, τα οποία σταδιακά από μόνα τους και παρά το τεράστιο βάρος των μοντερνιστικών ιδεολογικοφιλοσοφικών δογμάτων, αναπτύσσουν τις εθνικές τους κοσμοθεωρίες. Εδώ τονίζω: Εθνικές κοσμοθεωρίες που αποτελούν κτίσματα πολιτισμού, πολιτικού πολιτισμού και ανθρωπολογιών που καμιά σχέση δεν έχουν με το ρατσιστικά νοούμενο κράτος-έθνος («κράτος «έθνος»: οι εξωπολιτικοί νόμοι των ελίτ δημιουργούν μια νομικίστικη και αδιαφοροποίητη ανθρωπολογία, παράδοση).
η) Η τραγική μοντερνιστική διαδρομή των τεσσάρων τελευταίων αιώνων άφησε πολλά αποτυπώματα: Πρώτον, ακόμη και στην Δύση το κράτος-κυριαρχία υπονομεύτηκε εσωτερικά από την ίδια την εθνική ανάπτυξη δημιουργώντας το κυρίαρχο Εθνοκράτος το οποίο ορθώς κάθε εθνική κοινωνία διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού. Δεύτερον, γεννήθηκαν αναρίθμητα αίτια πολέμου με μοναδική βασικά πηγή τις ατασθαλίες των διεθνιστικοϋλιστικών δογμάτων από το 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα. Τρίτον, η αναπόδραστη παρακμή των ηγεμονικών ελεφάντων προκαλεί συγκρούσεις με πιο πρόσφατη την ηγεμονομαχία του 20ου αιώνα και την δονκιχωτική αμερικανική προσπάθεια των δύο τελευταίων δεκαετιών να συνεχίσει το πλιάτσικο των πλουτοπαραγωγικών πόρων. Τέταρτον, η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από αμιγές λειτουργιστικό-υλιστικό εγχείρημα ανέτρεψε όλες τις προβλέψεις των αναρίθμητων μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων και μετατράπηκε σε πρότυπο μετά-νεοτερικό εθνοκρατοκεντρατικό φαινόμενο. Βέβαια, έχει πολύ δρόμο να διανύσει και υπονομεύεται από την έλλειψη στρατηγικής συνοχής και την στρατηγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Πέμπτον, η παρακμή των μοντερνιστικών ηγεμονιών συνοδεύεται από το πιο συγκλονιστικό γεγονός της ιστορίας: Αναδύονται μικρά και μεγάλα έθνη τα οποία αναζητούν μια πραγματική εσωτερική δημοκρατία, ένα πολιτικό σύστημα που να είναι συμβατό με την ιστορικά κτισμένη ανθρωπολογία τους και την ανάδυση της εθνικής ανεξαρτησίας ως της κοσμοθεωρίας όλων των εθνών (εξ ου και ο τίτλος του ανωτέρω ομώνυμου βιβλίου μου).
θ) Το τελευταίο ζήτημα είναι ίσως και η ουσία και η ειδοποιός διαφορά. Ο κόσμος βασικά ολοένα και περισσότερο αφήνει πίσω το μοντερνιστικό δόγμα ότι η δημόσια πολιτειακή σφαίρα πρέπει να είναι υλιστική. Αν και ποτέ δεν κατόρθωσαν να φτιάξουν αμιγείς υλιστικές δημόσιες σφαίρες –αυτές βρίσκονται μόνο στην φαντασία των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων που ενώ αλλού αποδυναμώνονται στην Ελλάδα κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο προαναγγέλλοντας τον πολιτικό και πολιτειακό της θάνατο– ο μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός ριζωμένοι στην παράδοση του κράτους-δουλοπαροίκων επιζητούν πολιτειακές δομές εξωπολιτικά νομικά προσδιορισμένες και αντιπαθούν ή καταπολεμούν κάθε εισροή στην δημόσια σφαίρα του πνευματικού κόσμου των πολιτών.
Πριν τον μοντερνισμό, όμως, αυτό ήταν ύβρις. Ακόμη πιο σημαντικό, ο αποκλεισμός του πνευματικού κόσμου των πολιτών από την δημόσια σφαίρα πέραν του ότι εγκαταλείπεται πλέον και  στην Δυτική Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, στον «ξεχασμένο» υπόλοιπο κόσμο τον οποίο τα ηγεμονικά ελιτ της Δύσης σκέπτονται μόνο ως χώρο νέο-αποικιακού πλιάτσικου πλουτοπαραγωγικών πόρων, συντελείται κοσμογονία. Στα εννέα δέκατα περίπου του πλανήτη τα έθνη αναπτύσσονται με το να αναβιώνουν τις εθνικές τους κοσμοθεωρίες, να αφήνουν τον πνευματικό κόσμο των ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένων και των μεταφυσικών δογμάτων) να εισρεύσει ως ο κύριος διαμορφωτικός παράγων των ανθρωπολογικά θεμελιωμένων νόμων και να αναπτύσσουν την εθνική ανεξαρτησία ως κύριο δόγμα της διπλωματίας τους. ως διεθνολόγος, θα το πω και διαφορετικά: Ο πλανήτης γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος για τους επίδοξους ληστές των νέο-μοντερνιστικών δογμάτων (εκ των οποίων τα νεοελληνικά αποδομηστικά δόγματα στην Ελλάδα και στην Κύπρο είναι τα πιο ευτελή, τα πιο ξεπεσμένα, τα πιο ημιμαθή και τα πιο εξυπηρετικά των ηγεμονικών συμφερόντων - από μόνο του το σχέδιο Αναν για το κυπριακό και αυτά που λέχθηκαν ή διαπράχτηκαν γύρω από αυτό το καταμαρτυρείται).


Αναμφίβολα, η πορεία προς ένα εθνοκρατοκεντρικό κόσμο και ενδεχομένως στο βάθος του μέλλοντος ένα εθνοκεντρικού μη κυριαρχικά οριοθετημένου κόσμου (μετεξελιγμένο παράδειγμα της Βυζαντινής Οικουμένης;) είναι μια θαλασσοπορία προς μια ίσως άφθαστη Ιθάκη. Όμως, σωστά, προσανατολισμένη. Ακριβώς, η εσχατολογία είναι ιδεολογικό προϊόν που απαιτείται να σιγά σιγά να ξεχάσουμε. Τόσο εντός των εθνοκρατών του μέλλοντος όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις, η ειρήνη, η σταθερότητα, η αντιμετώπιση μεγάλων προβλημάτων όπως η άνιση ανάπτυξη, τα μέσα μαζικής καταστροφής και τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα θα αντιμετωπίζονται με δυσκολία θαλασσοπορώντας εν μέσω τρικυμίας, Κυκλώπων, Λαιστρυγόνων, Σειρήνων και θυμωμένων Ποσειδώνων. Το ζήτημα είναι, όπως σοφά λέει ο μέγας Αλεξανδρινός ποιητής (μας): «Τι κουβανούμε και τι κτίζουμε μες την ψυχή μας». Αυτά για εμένα ως διεθνολόγο έχουν δύο κυρίως προεκτάσεις:
Πρώτον, προσκόλληση μέχρι εσχάτων στο κοσμοθεωρητικό δόγμα της Εθνικής Ανεξαρτησίας ως Κοσμοθεωρία των Εθνών. Τονίζω ξανά ότι αυτό προνοούν και οι μη νομικίστικα νοούμενες υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου. Δηλαδή, του διεθνούς δικαίου που δεν εξυπηρετείται από τα κροκοδείλια δάκρυα των υποστηρικτών των μεταμοντέρνων μεταψυχροπολεμικών επεμβάσεων.
Δεύτερον, ανθρωπολογική ανάπτυξη μη μοντερνιστικά νοούμενη υπό το πρίσμα των πραγματικοτήτων της εθνοκρατοκεντρικής πλέον δομής του κόσμου (και υπό αυτό το πρίσμα απαιτείται να δούμε και το μέγα ζήτημα της διαλεκτικής σχέσης μετανάστευσης-λαθρομετανάστευσης που αποδεσμεύει τεράστιες αποσταθεροποιητικές δυναμικές λόγω των αποικιοκρατικών και νεοαποικιακών αβαριών των τελευταίων αιώνων). Μια τέτοια πορεία παράλληλα με την προσκόλληση στην κοινή για όλα τα έθνη κοσμοθεωρία της Εθνικής Ανεξαρτησίας προϋποθέτει ανάδειξη, καλλιέργεια και προσκόλληση των πολιτών κάθε εθνοκράτους στις εθνικές τους κοσμοθεωρίες.
Γιατί τέτοιες παραδοχές συμβατές με τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα είναι η μόνη λογική προσέγγιση αποκόλλησης από τις δεσποτικές δομές της έμμεσης αντιπροσώπευσης και κίνησης με φορά προς εξεζητημένες δομές άμεσης δημοκρατίας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες-εντολείς θα ασκούν ολοένα και μεγαλύτερη εποπτεία πάνω στην  εξουσία στο εσωτερικό κάθε εθνοκράτους και πάνω στους διεθνείς θεσμούς του ολοένα και πιο αναπτυσσόμενου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος (το ίδιο ισχύει και για την ΕΕ η οποία λογικό και ορθολογιστικό είναι να διαφυλαχθεί από τα κοσμοπολίτικα υλιστικά δόγματα του παρελθόντος, καθώς επίσης και από το ενδεχόμενο οι εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί να λειτουργούν εκτός των οριοθετήσεων των διακυβερνητικών θεσμών με αποτέλεσμα να αυξάνει το δημοκρατικό έλλειμμα).

Καταληκτικά παρατηρούμε ότι εξορθολογισμός της πολιτικής ενδοκρατικά και διακρατικά σημαίνει πολλά πράγματα μαζί.
Πρώτον, κατανόηση του γεγονότος ότι παγκοσμιοποίηση δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο πλανητικοποίηση. Εξορθολογισμός της πολιτικής σημαίνει εμπέδωση της δημοκρατίας εθνοκρατοκεντρικά αυστηρά στο πλαίσιο διακυβερνητικών διεθνών θεσμών όπου η εφαρμογή των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας και εσωτερικής-εξωτερικής αυτοδιάθεσης θα είναι αναγκαστικά ένα μόνιμο στοίχημα που θα κερδίζεται καθημερινά. Ακριβώς το ίδιο ισχύει για το παραδειγματικό μετά-νεοτερικό εθνοκρατοκεντρικό σύστημα της ΕΕ.
Δεύτερον, εξοστρακισμό όλων των ιδεολογιών στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και επάνοδο της πολιτικής Αριστοτελικά νοούμενης. Δηλαδή της κλασικής και διαχρονικά δοκιμασμένης κοινωνιοκεντρικής θεμελίωσης του Κοινωνικού και του Πολιτικού υπό συνθήκες μιας διαρκώς και πιο στενής σχέσης πολίτη εξουσίας και με δεδομένο το θέσφατο της εθνικής ανεξαρτησίας. Πρόοδοι του πολιτικού πολιτισμού αυτού του είδους στο πολιτειακό επίπεδο και διακρατικά σημαίνει ότι οι μοντερνιστικές αντιλήψεις της πολιτικής που τόσο αρνητικά επηρέασαν την ιστορική διαδρομή των τελευταίων αιώνων, θα οδηγηθούν σταδιακά, και αυτές, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Τρίτον, απαιτείται να τονιστεί ότι, αυτονόητα, μια τέτοια τάση θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη ενόσω μεγάλα έθνη όπως η Ρωσία και πολλά άλλα μεγάλα αναδυόμενα έθνη αφήσουν κατά  μέρος τις αδιέξοδες μοντερνιστικές ηγεμονικές αντιλήψεις που τους τελευταίους αιώνες τράφηκαν από τα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα. Λογικά αυτό σημαίνει εγκατάλειψη κοσμοϊστορικών διεθνιστικών σχεδίων και προσκόλληση στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που στηρίζουν την εθνική ανεξαρτησία. Η εθνική ανεξαρτησία ως κοσμοθεωρία και οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου είναι αντί-ηγεμονικού χαρακτήρα.
            Τέταρτον, όλοι οι ευγενείς στόχοι θα τιναχτούν στο αέρα αν μεγάλα προβλήματα όπως η άνιση ανάπτυξη και τα κατάλοιπα των διενέξεων της αποικιακής και νεοαποικιακής εποχής δεν αντιμετωπιστούν. Και πάλιν, όμως, ενέχει μεγάλη σημασία κατά πόσο το εθνοκρατοκεντρικό σύστημα κινείται με φορά προς την Ιθάκη ή αντίστροφα προς την επαναφορά του ιδεολογικού φαινομένου. Για όσους δεν το έχουν κατανοήσει θαλασσοπορώντας στον 21 αιώνα κύριο πρόβλημα είναι ο ηγεμονισμός. Όπως πρέπει να έχει γίνει αντιληπτό, ένα κύριο στήριγμά του είναι οι εθνομηδενιστικές παραδοχές.

1 σχόλιο:

Akritas είπε...

Μπράβο στον καθηγητή Ήφαιστο, μία όαση πνεύματος στην εθνομηδενιστική λαίλαπα των άεθνων και των απάτριδων διεθνιστών.

1000 άτομα είναι όλα και όλα. Αυτοί που έχουν πιάσει τα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια, ανοίγουν ΜΚO, λένε ναι σε σχέδια ΑΝΑΝ, μας βρίζουν και μας λοιδορούν και ..και...και ..δεν έχει τέλος η μνησικακία τους.

Ελπίζω να ακολουθήσουν και άλλοι Έλληνες συγγραφείς και πανεπιστημιακοί που να αναλύουν αυτήν την ιδεολογία που τρώει τις σάρκες του Ελληνισμού.