ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Ήπειρο, δυσκολευόμουν πάντα να πιστέψω αυτό που τον τελευταίο καιρό με έμφαση υποστηρίζουν οι ιστορικοί: ότι το «Κρυφό Σχολειό» είναι καθαρός μύθος, με τη σημερινή έννοια της λέξης. Προτιμούσα να το θεωρώ θρύλο, πιστεύοντας ότι πρέπει να κρύβεται κάποια αλήθεια πίσω από τις λαϊκές διηγήσεις που ακούει κανείς συχνά από τους καλογέρους ή την εκκλησάρισσα, όταν επισκεφτεί, για παράδειγμα, τη Μονή των Φιλανθρωπηνών, στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, κι άλλους πολλούς παρόμοιους τόπους. μια αλήθεια που βέβαια δεν τη φανταζόμουν να ταυτίζεται με το Φεγγαράκι μου λαμπρό, ούτε με Το κρυφό σχολειό του Ν. Γύζη (1886) και το ομώνυμο ποίημα του Ι. Πολέμη (1900). Ότι δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες σύγχρονες με τη λειτουργία του Κρυφού Σχολειού, το θεωρούσα πολύ φυσικό: Ποιος και γιατί θα κατέγραφε στα χρόνια της δουλείας μια πατριωτική πράξη, που γινόταν άτυπα κι εθελοντικά, πίσω από την πλάτη της τουρκικής εξουσίας;
... Λίγο αργότερα, την ώρα που έγραφα, ο Μ. Ζωτίδης, που με φιλοξενούσε, ένα αξιαγάπητο ηλικιωμένο γεροντοπαλίκαρο, που είχε κληροδοτήσει, όπως μου διηγήθηκαν, με τη διαθήκη του ολόκληρη την περιουσία του στα ελληνικά σχολεία του Αργυροκάστρου, και που είχε ακόμα φροντίσει το σπίτι του να χτιστεί έτσι ώστε να μπορεί, αμέσως μετά το θάνατό του, να μετασχηματιστεί σε διδακτήριο, μου ανήγγειλε την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας.
Φόρεσα γρήγορα το φοκόλ μου, γραβάτα και σακάκι, και συνάντησα τους επισκέπτες στο σαλόνι. Ήταν ο δάσκαλος, η δασκάλα, και μερικοί μαθητές. Πρέπει να είχαν διαλέξει τα αγοράκια και τα κοριτσάκια που είχαν τα πιο καινούργια ρούχα. Όταν ρώτησα να μου πουν το επάγγελμα των γονιών τους, πληροφορήθηκα ότι δύο από τα τέσσερα αγόρια είχαν πατέρα ράφτη! Την ώρα που γυρόφερνε, σύμφωνα με το έθιμο, ο δίσκος με τα γλυκά, κουβεντιάζω με τους εκπαιδευτικούς. Η περιγραφή των προσπαθειών τους να συντηρήσουν την ελληνική ιδέα κάτω από τουρκική εξουσία, προσπάθειες που τις περιγράφαν απλά, σαν να ήταν για κάτι τελείως φυσικό, αποκάλυπταν χαρακτηριστικά αξιοθαύμαστα. Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ωραίο κεφάλαιο στο σώμα των ελλήνων δασκάλων της Ηπείρου που, αντιμετωπίζοντας τόσες αντιξοότητες και ταπεινώσεις, δεν έπαυαν γι' αυτό να προχωρούν το πατριωτικό τους έργο. Κανένα ελληνικό βιβλίο δεν γινόταν δεκτό αν είχε τυπωθεί στην Αθήνα. Έπρεπε όλα να έρθουν από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Έτσι, έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις (2), όπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε να γνωρίζει την πατρίδα μητέρα του, τον εθνικό του ύμνο, τα ποιήματα και τους ήρωές του. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους. Ένας λόγος αστόχαστος ή μια καταγγελία θα ήταν μοιραία. Δεν μας συγκινούν αυτά τα διακόσια αγοράκια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια, που αποδέχονταν τις ώρες της συμπληρωματικής διδασκαλίας _σε ηλικία όπου τα παιδιά τόσο αγαπούν τα διαλείμματα_ για να μιλήσουν για την Ελλάδα, κι ύστερα γύριζαν σπίτι τους με σφραγισμένα χείλη και με το μυστικό ενθουσιασμό στην καρδιά τους;
2. Alors on tenait des classes supplementaires secretes...
3. Από την Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού μαθαίνω ότι έχει ακόμα δημοσιέψει ανταποκρίσεις με τίτλους: Εις τα Βαλκάνια, 1912-13 (1914), Από Σόφιας εις Τσατάλτζαν (1914), και Ο Αγγλικός στρατός επί της Ηπειρωτικής γης (1916).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου