Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008
ANANEOYMENH EΛΛHNIKOTHTA
του Χρήστου Γιανναρά
Από το βιβλίο «Ελληνορθόδοξη Παράδοση. Ρίζωμα και Προοπτική».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ
Το δυσεπίλυτο πρόβλημα ορισμού της ελληνικότητας διαιωνίζεται στο νεοελληνικό κρατίδιο ως σήμερα. Υπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, πού θεωρούν υποτιμητική κάθε επιμειξία του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και αμφισβητούν πεισματικά την ελληνικότητα της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας. Όπως υπάρχουν και κάποιοι χριστιανοί διανοούμενοι, με ιδεολογικά επεξεργασμένη πίστη, πού προτιμάνε το όνομα του «Ρωμιού» και της Ρωμιοσύνης στη θέση του Έλληνα και της ελληνικότητας. Υπήρξε και νεοέλληνας Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, πού δεν δίσταζε να μιλάει για τις πολλαπλές υποδουλώσεις πού γνώρισαν οι Έλληνες: πρώτα στους Ρωμαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και μετά στους Τούρκους!…
Δεν είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τη σχέση του Ελληνισμού με τη Δύση στα νεώτερα χρόνια, χωρίς να διατυπώσουμε καταρχήν μια πρόταση εξόδου από την πελώρια αυτή σύγχυση πρόταση κάποιου ορισμού της ελληνικότητας. Η πρόταση είναι να δούμε την Ελλάδα όχι καταρχήν ως ΤΟΠΟ, αλλά καταρχήν ως ΤΡΟΠΟ του βίου. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι ο Ελληνισμός απέκτησε γεωγραφικά σύνορα για πρώτη φορά στον 19° αιώνα μόλις πριν από εκατόν εξήντα χρόνια. Και ότι αυτά τα σύνορα του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου πού προέκυψε από την επανάσταση ενάντια στους Τούρκους άφηναν απέξω τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η αρχαία Ελλάδα δεν είχε ενιαία κρατική υπόσταση, ούτε και σύνορα. Ήταν το σύνολο των «ελληνίδων πόλεων», ανεξάρτητες πόλεις κράτη, πού απλωνόταν από την Μακεδονία ως την Κρήτη και από την Ιωνία ως την Σικελία, την κάτω και κεντρική Ιταλία. Οι πόλεις αυτές αναγνωρίζονταν ως «ελληνίδες» όχι μόνο για την κοινή τους ελληνική γλώσσα, αλλά και για τον κοινό τρόπο του βίου, δηλαδή τον κοινό πολιτισμό τους [Η κοινή ελληνική συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικά έκδηλη στις περιπτώσεις των κοινών εορτών και αγώνων (στην Ολυμπία, στην Νεμέα, στον Ισθμό της Κορίνθου και στους Δελφούς), όπου μόνο Έλληνες μπορούσαν να συμμετάσχουν, ανεξάρτητα από την πόλη καταγωγής τους] θα απαιτούσε μια εκτενή ανάπτυξη το περιεχόμενο της λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, αλλά και μόνο η ταύτιση με τον ΤΡΟΠΟ του βίου μπορεί να είναι ένας καταρχήν ορισμός.
Στον 4° π.Χ. αιώνα ο Μέγας Αλέξανδρος ενώνει κάτω από τη στρατιωτική του ισχύ τις περισσότερες ελληνίδες πόλεις, προκειμένου να επιχειρηθεί μια μεγαλεπίβολη εκστρατεία εναντίον των Περσών. Κατατροπώνει τους Πέρσες, αλλά συνεχίζει την εκστρατεία του ως την Βακτριανή και τις Ινδίες. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται την κατάκτηση αυτών των απέραντων περιοχών από τις νότιες ακτές της Κασπίας ως την Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αίγυπτο και ως τον Ινδικό ωκεανό είναι να ιδρύει παντού καινούργιες ελληνίδες πόλεις, πού μεταφέρουν τον ελληνικό ΤΡΟΠΟ του βίου σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι γεννιέται ο «μέγας κόσμος» της ελληνικής οικουμένης ένα εκπληκτικό φαινόμενο πολιτισμικής έκρηξης πού δεν έχει το όμοιο στην Ιστορία.
Όταν αργότερα η Ρώμη, ακολουθώντας το όραμα του Αλεξάνδρου, θα ενοποιήσει με τις δικές της κατακτήσεις και κάτω από το δικό της διοικητικό σύστημα ένα μεγάλο μέρος των εξελληνισμένων από τον Αλέξανδρο περιοχών, το κοινό και συνεκτικό στοιχείο της αυτοκρατορίας της θα παραμείνει ο ελληνικός πολιτισμός. Συνειδητοποιούμε όχι μόνο την έκταση, αλλά και το βάθος ή την ποιότητα εξελληνισμού της ρωμαϊκής «οικουμένης», όταν διαβάζουμε τα ελληνικά κείμενα ενός φανατικά συντηρητικού Εβραίου: τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Οι Εβραίοι ήταν λαός πού αντιστάθηκε σθεναρά και με αιματηρό τίμημα στον εξελληνισμό του, και ο Παύλος άνηκε στην πιό συντηρητική κοινωνική ομάδα των Εβραίων, στους Φαρισαίους. Κι όμως ο εθνοφυλετικός συντηρητισμός του δεν τον εμποδίζει να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, τις ελληνικές φιλοσοφικές έννοιες, αλλά και κάποιους Έλληνες συγγραφείς, με μια ευχέρεια πού δύσκολα θα την συναγωνιζόταν οποιοσδήποτε Αλεξανδρινός ή και Αθηναίος της εποχής του.
Από τον 2° κιόλας π.Χ. αιώνα, η ίδια λατινική αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές αναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και όταν τον 1° μ.Χ. αιώνα ο Παύλος και πάλι γράφει την επιστολή του προς Ρωμαίους, δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει τα Λατινικά.Δυόμισυ αιώνες αργότερα, η πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυΐα του Διοκλητιανού θα διακρίνει ότι το κέντρο των ιστορικών εξελίξεων έχει οριστικά μετατεθεί στην ελληνική Ανατολή, γι’ αυτό και θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του στην Νικομήδεια. Έτσι έχει προετοιμασθεί και το τολμηρό εγχείρημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μεταθέσει το κέντρο της αυτοκρατορίας σε μιά καινούργια ελληνική πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη, πού ο λαός θα την αποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.Με κέντρο πια την Νέα Ρώμη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα διανύση μια θαυμαστή σε κάθε φάση της ιστορική διαδρομή ολόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, η πολιτισμική της ταυτότητα δεν είναι ούτε αμιγώς ρωμαϊκή, ούτε αμιγώς ελληνική. Είναι το χριστιανικό στοιχείο πού πρωτεύει, και μάλιστα η εμμονή και πιστότητα στην ορθόδοξη πρωτοχριστιανική παράδοση. Με άξονα βίου την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, του κόσμου και της Ιστορίας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα αναχωνεύσει οργανικά και δημιουργικά τη ρωμαϊκή παράδοση του δικαίου και της διοίκησης, και παράλληλα την ελληνική φιλοσοφία και τέχνη. Μετά τον 6° αιώνα θα είναι και επίσημα μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία, και μετά τον 10° αιώνα θα υιοθετήσει και τους όρους Έλληνας και ελληνικός, φορτισμένους πια με αξιολογικό περιεχόμενο, για να αντιπαρατάξει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα στον καινούργιο πολιτισμό πού γεννιέται στην κατακτημένη από βάρβαρα φύλα και φυλές Δύση.
Αυτοί οι καινούργιοι κάτοικοι της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, παρ’ όλο πού έχουν υποτάξει και εξουθενώσει τους λατινόφωνους Ρωμαίους, φιλοδοξούν να σφετερισθούν, με την λογική της γεωγραφικής οριοθέτησης, τον τίτλο και την ιστορική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και αρνούνται το όνομα του Ρωμαίου στους πολίτες της ανατολικής και εξελληνισμένης αυτοκρατορίας. Τους αποκαλούν χλευαστικά «Γραικούς», και από τον 17° αιώνα η ιστοριογραφία τους θα επινοήσει το πρωτοφανές όνομα Βυζάντιο και «Βυζαντινός». Βέβαια το Βυζάντιο υπήρξε ιστορικά: ήταν η πολίχνη στις ακτές του Βοσπόρου αρχαία ελληνική αποικία πού στην θέση της ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Νέα Ρώμη. Αλλά είναι φανερό ότι η ανάκληση του παλαιού τοπωνυμίου ενδιέφερε τους Δυτικούς μόνο για να υποκατασταθεί το όνομα της Νέας Ρώμης. Για τους ελληνόφωνους Ρωμαίους, ακόμα ως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το όνομα «Βυζαντινός» θα ήταν μάλλον ακατανόητο θα ηχούσε τόσο παράλογα, ως αν αποκαλούσε κάποιος τον σημερινό κάτοικο της Ελλάδας «Πλακιώτη» (από το όνομα της παλιάς συνοικίας πού γύρω χτίστηκε η καινούργια πόλη των Αθηνών). Και όμως το αυθαίρετο επινόημα των Δυτικών κυριάρχησε τελικά, και είναι σήμερα καθιερωμένο στην κοινή συνείδηση και στην ιστορική επιστήμη.
Στο μεταξύ, στον 2° π.Χ. αιώνα ως τον 19°, η γεωγραφική περιοχή όπου άνθισαν οι αρχαίες ελληνίδες πόλεις, γνωρίστε διαδοχικά περίπου δεκαεπτά επιδρομές βάρβαρων φύλων και φυλών. Από τις παραδουνάβιες περιοχές ως την Κρήτη, και από την νότια Ιταλία ως τα βάθη της Μ. Ασίας και τον Πόντο, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δοκιμάστηκαν σκληρά επί αιώνες από αυτά τα αλλεπάλληλα κύματα των κατακτήσεων, πού σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες επιμειξίες με τους γηγενείς Έλληνες. Έτσι, οποιοσδήποτε ισχυρισμός διά φυλετική ομοιογένεια και «καθαρότητα αίματος» των νεώτερων Ελλήνων θα είχε ερείσματα μάλλον περιορισμένα ή συγκεχυμένα, και σε μεγάλο ποσοστό θα ήταν μόνο ρομαντική αυθαιρεσία. Αλλά το ιστορικό παράδοξο είναι αυτό πού με την ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ο στρατηγός Μακρυγιάννης τον 19° αιώνα: «ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν μπορούνε, τρώνε από μάς και μένει και μαγιά». Αυτή η «μαγιά» των ελληνίδων πόλεων και αργότερα των κοινοτήτων, μέσα από τις κατακτήσεις και επιμειξίες, έσωζε τελικά την ελληνική ιδιαιτερότητα: τη γλώσσα, τη νοοτροπία, την ελληνική νοηματοδότηση του κόσμου και της ζωής από κάποια εποχή και μετά αναχωνευμένα όλα στην εκκλησιαστική ορθοδοξία.
Βέβαια μια τέτοια «μαγιά» δυναμικής και αδιάκοπα ανανεούμενης ελληνικότητας δεν ανιχνεύεται με αναφορά σε γενεολογικά δέντρα στη συνεχή ιστορική διαδοχή οικογενειών και ονομάτων. Ανιχνεύεται στη λαϊκή ποίηση, στο λαϊκό ήθος, στον τρόπο πού έχτιζαν και εικονογραφούσαν τις εκκλησίες ως την πιο απομακρυσμένη ελληνική κοινότητα, ανιχνεύεται στη μουσική, στις λαϊκές φορεσιές, στα προικοσύμφωνα και στα συνεταιρικά συμβόλαια.Κυρίως στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ήταν η ΠΡΑΞΗ της ζωής, έκφραση της κοινής εκκλησιαστικής πίστης (όχι ιδεολογικά ή φυλετικά κριτήρια), πού ξεχώριζαν τον ορθόδοξο Έλληνα από τον αλλόθρησκο Τούρκο ή τον ετερόδοξο «Φράγκο»: Ήταν η νηστεία, η γιορτή, ο χορός στο πανηγύρι, το αναμμένο καντήλι στο οικογενειακό εικονοστάσι, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός κάθε μήνα.
Έτσι, όταν τον δεύτερο χρόνο της εξέγερσής τους ενάντια στην τουρκική τυραννία (1822) οι Έλληνες συγκροτούν την πρώτη και ιδρυτική του νεοελληνικού κράτους Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, δεν έχουν άλλο τρόπο να ορίσουν την ιδιότητα του Έλληνα, παρά μόνο καταφεύγοντας στην θρησκευτική του πίστη. Στο τμήμα Β’ παρ. β’ του Συντάγματος της Επιδαύρου διαβάζουμε: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Από το βιβλίο «Ελληνορθόδοξη Παράδοση. Ρίζωμα και Προοπτική».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ
Το δυσεπίλυτο πρόβλημα ορισμού της ελληνικότητας διαιωνίζεται στο νεοελληνικό κρατίδιο ως σήμερα. Υπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, πού θεωρούν υποτιμητική κάθε επιμειξία του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και αμφισβητούν πεισματικά την ελληνικότητα της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας. Όπως υπάρχουν και κάποιοι χριστιανοί διανοούμενοι, με ιδεολογικά επεξεργασμένη πίστη, πού προτιμάνε το όνομα του «Ρωμιού» και της Ρωμιοσύνης στη θέση του Έλληνα και της ελληνικότητας. Υπήρξε και νεοέλληνας Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, πού δεν δίσταζε να μιλάει για τις πολλαπλές υποδουλώσεις πού γνώρισαν οι Έλληνες: πρώτα στους Ρωμαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και μετά στους Τούρκους!…
Δεν είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τη σχέση του Ελληνισμού με τη Δύση στα νεώτερα χρόνια, χωρίς να διατυπώσουμε καταρχήν μια πρόταση εξόδου από την πελώρια αυτή σύγχυση πρόταση κάποιου ορισμού της ελληνικότητας. Η πρόταση είναι να δούμε την Ελλάδα όχι καταρχήν ως ΤΟΠΟ, αλλά καταρχήν ως ΤΡΟΠΟ του βίου. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι ο Ελληνισμός απέκτησε γεωγραφικά σύνορα για πρώτη φορά στον 19° αιώνα μόλις πριν από εκατόν εξήντα χρόνια. Και ότι αυτά τα σύνορα του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου πού προέκυψε από την επανάσταση ενάντια στους Τούρκους άφηναν απέξω τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η αρχαία Ελλάδα δεν είχε ενιαία κρατική υπόσταση, ούτε και σύνορα. Ήταν το σύνολο των «ελληνίδων πόλεων», ανεξάρτητες πόλεις κράτη, πού απλωνόταν από την Μακεδονία ως την Κρήτη και από την Ιωνία ως την Σικελία, την κάτω και κεντρική Ιταλία. Οι πόλεις αυτές αναγνωρίζονταν ως «ελληνίδες» όχι μόνο για την κοινή τους ελληνική γλώσσα, αλλά και για τον κοινό τρόπο του βίου, δηλαδή τον κοινό πολιτισμό τους [Η κοινή ελληνική συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικά έκδηλη στις περιπτώσεις των κοινών εορτών και αγώνων (στην Ολυμπία, στην Νεμέα, στον Ισθμό της Κορίνθου και στους Δελφούς), όπου μόνο Έλληνες μπορούσαν να συμμετάσχουν, ανεξάρτητα από την πόλη καταγωγής τους] θα απαιτούσε μια εκτενή ανάπτυξη το περιεχόμενο της λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, αλλά και μόνο η ταύτιση με τον ΤΡΟΠΟ του βίου μπορεί να είναι ένας καταρχήν ορισμός.
Στον 4° π.Χ. αιώνα ο Μέγας Αλέξανδρος ενώνει κάτω από τη στρατιωτική του ισχύ τις περισσότερες ελληνίδες πόλεις, προκειμένου να επιχειρηθεί μια μεγαλεπίβολη εκστρατεία εναντίον των Περσών. Κατατροπώνει τους Πέρσες, αλλά συνεχίζει την εκστρατεία του ως την Βακτριανή και τις Ινδίες. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται την κατάκτηση αυτών των απέραντων περιοχών από τις νότιες ακτές της Κασπίας ως την Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αίγυπτο και ως τον Ινδικό ωκεανό είναι να ιδρύει παντού καινούργιες ελληνίδες πόλεις, πού μεταφέρουν τον ελληνικό ΤΡΟΠΟ του βίου σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι γεννιέται ο «μέγας κόσμος» της ελληνικής οικουμένης ένα εκπληκτικό φαινόμενο πολιτισμικής έκρηξης πού δεν έχει το όμοιο στην Ιστορία.
Όταν αργότερα η Ρώμη, ακολουθώντας το όραμα του Αλεξάνδρου, θα ενοποιήσει με τις δικές της κατακτήσεις και κάτω από το δικό της διοικητικό σύστημα ένα μεγάλο μέρος των εξελληνισμένων από τον Αλέξανδρο περιοχών, το κοινό και συνεκτικό στοιχείο της αυτοκρατορίας της θα παραμείνει ο ελληνικός πολιτισμός. Συνειδητοποιούμε όχι μόνο την έκταση, αλλά και το βάθος ή την ποιότητα εξελληνισμού της ρωμαϊκής «οικουμένης», όταν διαβάζουμε τα ελληνικά κείμενα ενός φανατικά συντηρητικού Εβραίου: τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Οι Εβραίοι ήταν λαός πού αντιστάθηκε σθεναρά και με αιματηρό τίμημα στον εξελληνισμό του, και ο Παύλος άνηκε στην πιό συντηρητική κοινωνική ομάδα των Εβραίων, στους Φαρισαίους. Κι όμως ο εθνοφυλετικός συντηρητισμός του δεν τον εμποδίζει να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, τις ελληνικές φιλοσοφικές έννοιες, αλλά και κάποιους Έλληνες συγγραφείς, με μια ευχέρεια πού δύσκολα θα την συναγωνιζόταν οποιοσδήποτε Αλεξανδρινός ή και Αθηναίος της εποχής του.
Από τον 2° κιόλας π.Χ. αιώνα, η ίδια λατινική αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές αναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και όταν τον 1° μ.Χ. αιώνα ο Παύλος και πάλι γράφει την επιστολή του προς Ρωμαίους, δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει τα Λατινικά.Δυόμισυ αιώνες αργότερα, η πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυΐα του Διοκλητιανού θα διακρίνει ότι το κέντρο των ιστορικών εξελίξεων έχει οριστικά μετατεθεί στην ελληνική Ανατολή, γι’ αυτό και θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του στην Νικομήδεια. Έτσι έχει προετοιμασθεί και το τολμηρό εγχείρημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μεταθέσει το κέντρο της αυτοκρατορίας σε μιά καινούργια ελληνική πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη, πού ο λαός θα την αποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.Με κέντρο πια την Νέα Ρώμη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα διανύση μια θαυμαστή σε κάθε φάση της ιστορική διαδρομή ολόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, η πολιτισμική της ταυτότητα δεν είναι ούτε αμιγώς ρωμαϊκή, ούτε αμιγώς ελληνική. Είναι το χριστιανικό στοιχείο πού πρωτεύει, και μάλιστα η εμμονή και πιστότητα στην ορθόδοξη πρωτοχριστιανική παράδοση. Με άξονα βίου την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, του κόσμου και της Ιστορίας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα αναχωνεύσει οργανικά και δημιουργικά τη ρωμαϊκή παράδοση του δικαίου και της διοίκησης, και παράλληλα την ελληνική φιλοσοφία και τέχνη. Μετά τον 6° αιώνα θα είναι και επίσημα μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία, και μετά τον 10° αιώνα θα υιοθετήσει και τους όρους Έλληνας και ελληνικός, φορτισμένους πια με αξιολογικό περιεχόμενο, για να αντιπαρατάξει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα στον καινούργιο πολιτισμό πού γεννιέται στην κατακτημένη από βάρβαρα φύλα και φυλές Δύση.
Αυτοί οι καινούργιοι κάτοικοι της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, παρ’ όλο πού έχουν υποτάξει και εξουθενώσει τους λατινόφωνους Ρωμαίους, φιλοδοξούν να σφετερισθούν, με την λογική της γεωγραφικής οριοθέτησης, τον τίτλο και την ιστορική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και αρνούνται το όνομα του Ρωμαίου στους πολίτες της ανατολικής και εξελληνισμένης αυτοκρατορίας. Τους αποκαλούν χλευαστικά «Γραικούς», και από τον 17° αιώνα η ιστοριογραφία τους θα επινοήσει το πρωτοφανές όνομα Βυζάντιο και «Βυζαντινός». Βέβαια το Βυζάντιο υπήρξε ιστορικά: ήταν η πολίχνη στις ακτές του Βοσπόρου αρχαία ελληνική αποικία πού στην θέση της ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Νέα Ρώμη. Αλλά είναι φανερό ότι η ανάκληση του παλαιού τοπωνυμίου ενδιέφερε τους Δυτικούς μόνο για να υποκατασταθεί το όνομα της Νέας Ρώμης. Για τους ελληνόφωνους Ρωμαίους, ακόμα ως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το όνομα «Βυζαντινός» θα ήταν μάλλον ακατανόητο θα ηχούσε τόσο παράλογα, ως αν αποκαλούσε κάποιος τον σημερινό κάτοικο της Ελλάδας «Πλακιώτη» (από το όνομα της παλιάς συνοικίας πού γύρω χτίστηκε η καινούργια πόλη των Αθηνών). Και όμως το αυθαίρετο επινόημα των Δυτικών κυριάρχησε τελικά, και είναι σήμερα καθιερωμένο στην κοινή συνείδηση και στην ιστορική επιστήμη.
Στο μεταξύ, στον 2° π.Χ. αιώνα ως τον 19°, η γεωγραφική περιοχή όπου άνθισαν οι αρχαίες ελληνίδες πόλεις, γνωρίστε διαδοχικά περίπου δεκαεπτά επιδρομές βάρβαρων φύλων και φυλών. Από τις παραδουνάβιες περιοχές ως την Κρήτη, και από την νότια Ιταλία ως τα βάθη της Μ. Ασίας και τον Πόντο, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δοκιμάστηκαν σκληρά επί αιώνες από αυτά τα αλλεπάλληλα κύματα των κατακτήσεων, πού σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες επιμειξίες με τους γηγενείς Έλληνες. Έτσι, οποιοσδήποτε ισχυρισμός διά φυλετική ομοιογένεια και «καθαρότητα αίματος» των νεώτερων Ελλήνων θα είχε ερείσματα μάλλον περιορισμένα ή συγκεχυμένα, και σε μεγάλο ποσοστό θα ήταν μόνο ρομαντική αυθαιρεσία. Αλλά το ιστορικό παράδοξο είναι αυτό πού με την ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ο στρατηγός Μακρυγιάννης τον 19° αιώνα: «ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν μπορούνε, τρώνε από μάς και μένει και μαγιά». Αυτή η «μαγιά» των ελληνίδων πόλεων και αργότερα των κοινοτήτων, μέσα από τις κατακτήσεις και επιμειξίες, έσωζε τελικά την ελληνική ιδιαιτερότητα: τη γλώσσα, τη νοοτροπία, την ελληνική νοηματοδότηση του κόσμου και της ζωής από κάποια εποχή και μετά αναχωνευμένα όλα στην εκκλησιαστική ορθοδοξία.
Βέβαια μια τέτοια «μαγιά» δυναμικής και αδιάκοπα ανανεούμενης ελληνικότητας δεν ανιχνεύεται με αναφορά σε γενεολογικά δέντρα στη συνεχή ιστορική διαδοχή οικογενειών και ονομάτων. Ανιχνεύεται στη λαϊκή ποίηση, στο λαϊκό ήθος, στον τρόπο πού έχτιζαν και εικονογραφούσαν τις εκκλησίες ως την πιο απομακρυσμένη ελληνική κοινότητα, ανιχνεύεται στη μουσική, στις λαϊκές φορεσιές, στα προικοσύμφωνα και στα συνεταιρικά συμβόλαια.Κυρίως στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ήταν η ΠΡΑΞΗ της ζωής, έκφραση της κοινής εκκλησιαστικής πίστης (όχι ιδεολογικά ή φυλετικά κριτήρια), πού ξεχώριζαν τον ορθόδοξο Έλληνα από τον αλλόθρησκο Τούρκο ή τον ετερόδοξο «Φράγκο»: Ήταν η νηστεία, η γιορτή, ο χορός στο πανηγύρι, το αναμμένο καντήλι στο οικογενειακό εικονοστάσι, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός κάθε μήνα.
Έτσι, όταν τον δεύτερο χρόνο της εξέγερσής τους ενάντια στην τουρκική τυραννία (1822) οι Έλληνες συγκροτούν την πρώτη και ιδρυτική του νεοελληνικού κράτους Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, δεν έχουν άλλο τρόπο να ορίσουν την ιδιότητα του Έλληνα, παρά μόνο καταφεύγοντας στην θρησκευτική του πίστη. Στο τμήμα Β’ παρ. β’ του Συντάγματος της Επιδαύρου διαβάζουμε: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου