Από τον Ιωάννη Μεταξά στον Πλεύρη και το Νακρατζά
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟ (Mέρος Α’)
Η σφοδρή ιδεολογική σύγκρουση για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ δημοτικού ανέδειξε μια πραγματικότητα στο χώρο των ιδεών που λίγοι μπορούσαν να φανταστούν. Ανεξάρτητα από την ένταση και τις διακυμάνσεις της ιδεολογικής σύγκρουσης και την επικράτηση των κραυγών και από τις δύο πλευρές , δόθηκε η ευκαιρία να καταγραφούν τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, οι ιδεολογικές μετατοπίσεις, και οι μεταλλάξεις των πολιτικών χώρων.
Κατά τη σύγκρουση αυτή προβλήθηκαν δημοσίως κυρίως ζητήματα όπως το «κρυφό σχολειό» και αναδείχθηκαν ζητήματα όπως ο εθνοκεντρισμός στην εκπαιδευτική λειτουργία. Παρεπιπτόντως έλαβε κεντρική θέση και το ζήτημα του «συνωστισμού» στην παραλία της Σμύρνης. Στην πραγματικότητα η σύγκρουση είχε τη συγκεκριμένη ένταση εξαιτίας της εμπλοκής των απογόνων των προσφύγων του ‘22, που αμφισβήτησαν την ουδέτερη ιστοριογραφία της κ. Ρεπούση, την υποτίμηση της ελληνικής Ανατολής και την ενσυνείδητη παρερμηνεία των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν εκεί.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της σύγκρουσης, επανεμφανίστηκαν όλες εκείνες οι τάσεις, που από τις αρχές του 20ου αιώνα διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνισμό, τόσο γεωπολιτικά όσο και ιδεολογικά. Άλλες απ’ αυτές κινήθηκαν με συνέπεια στη γραμμή που χάραξαν οι πολιτικοί τους προπάτορες. Και άλλοι στο ακριβώς αντίθετο σημείο.
Το αντιπροσφυγικό συναίσθημα στην Ελλάδα ιστορικά θα βρει τον εκφραστή του στην πολιτική του Ιωάννη Μεταξά, της Μοναρχίας και του Λαϊκού Κόμματος.
Σήμερα βρισκόμαστε σ’ ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό σημείο. Αυτό που αποκαλούμε “προσφυγική ιστοριογραφική σχολή” είναι πολύ κοντά στους νέους αντικεμαλικούς Τούρκους ιστορικούς και συνδιαλέγεται μαζί τους. Αντιθέτως, οι αναθεωρητές, είτε ιστορικοί, τύπου Ρεπούση, Λιάκου, Αναγνωστοπούλου, Γιαννουλόπουλου κ.ά., είτε ιστοριοδίφες τύπου Κωστόπουλου, Νακρατζά, Ταχματζίδη είναι κοντύτερα στην επίσημη καθεστωτική κεμαλική ιστοριογραφία.
Αυτά τα πολύπλοκα ζητήματα, που η απαρχή πολλών χάνεται στην αρχή του 20ου αιώνα και προγενέστερα, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στο κείμενο αυτό. Η προσέγγιση αυτή όμως θα έχει το χαρακτήρα της περιγραφής και της προσπάθειας κωδικοποίησης των βασικών στοιχείων. Το ζήτημα της αναλυτικής καταγραφής και συστηματικής τεκμηρίωσης του αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού, είναι ένα από τα επιστημονικά αντικείμενα που θα πρέπει να αναπτύξουν οι νέοι προσφυγικής καταγωγής ιστορικοί.
Η σημασία του προσφυγικού κινήματος σήμερα
Το προσφυγικό κίνημα υπάρχει ως διακριτό κίνημα πολιτών από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής του ‘22. Πόντιοι, Ίωνες, Θρακιώτες θα ιδρύσουν τους συλλόγους τους και τα πνευματικά τους ιδρύματα, θα προσπαθήσουν να διασώσουν το λαογραφικό πλούτο των περιοχών προέλευσής τους και θα αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο. Όμως οι ευρύτερες συνθήκες δεν θα επιτρέψουν τις προσφυγικές οργανώσεις να εκφράσουν δημόσια την κριτική τους προς τον τουρκικό εθνικισμό και την πολιτική της Ελλάδας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Η μηχανισμοί καταστολής του προσφυγικού λόγου θα είναι ισχυρότατοι και θα παραμένουν εν ισχύ σχεδόν μέχρι τη δεκετια του ‘80.
Τότε και με αφορμή την εμφάνιση ενός διεκδικητικού ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή στην ενιαία αντιπροσφυγική πολιτική συμπεριφορά της «μητέρας-πατρίδας». Το πρώτο απτό κέρδος θα είναι η αναγνώριση της Γενοκτονίας στον Πόντο το 1994 με την καθιέρωση της 19ης Μαίου ως Ημέρας Μνήμης. Στη συνέχεια, η ολοκλήρωση της απόπειρας καταξίωσης της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής θα συμβεί με την ομόφωνη απόφαση του ‘98 για αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους με τη θέσπιση της 14ης Σεπτεμβρίου -ημέρας που οι κεμαλικοί ολοκλήρωσαν το θρίαμβό τους με την πυρπόληση και τη σφαγή της Σμύρνης- ως Ημέρας Μνήμης.
Όμως, στο σημείο αυτό, τα παραδοσιακά αντιπροσφυγικά αντανακλαστικά του ελλαδικού πολιτικού συστήματος άρχισαν να επανακάμπτουν με αποφασιστικότητα. Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων του ΄98 θα τεθεί σε ισχύ, αλλάζοντας στο Προεδρικό Διάταγμα τον όρο «Γενοκτονία» με τον όρο «Καταστροφή».
Ο σημείο αυτό, είναι το σημείο καμπής. Τότε θα κλείσει το περιστασιακό ιδεολογικό ρήγμα στην ελλαδική ιδεολογία που άνοιξε τη δεκαετία του ‘80. Με μαθηματική ακρίβεια, η επόμενη αντίδραση του συστήματος θα ήταν η αφαίρεση των κατακτήσεων των προφύγων. Είτε διοικητικά, είτε με άλλες τεχνικές. Όπως τη δυσφήμηση, τη συκοφαντία και τη γελοιοποίηση του προσφυγικού κινήματος. Όλες αυτές τις μεθόδους και τις τεχνικές τις βλέπουμε να βρίσκονται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Από την αναπαραγωγή των εθνικιστικών τουρκικών θέσεων, που επιχειρεί ο Νακρατζάς, μέχρι την αφελή επιστημονικά προσέγγιση της Ρεπούση και τη συστηματοποίηση της αντιπροσφυγικής κριτικής από τον Κωστόπουλο του «Ιού».
Πώς ξεκίνησε η ρήξη με τον ελληνισμό της Ανατολής
Η ρήξη των βασικών πολιτικών τάσεων του ελλαδικού χώρου με τον ελληνισμό της Ανατολής εντοπίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι αιτίες όμως της εμφάνισής της μπορούν να ανιχνευτούν μόνο με την καλή αποτύπωση των ιστορικών αντινομιών που σχετίζονται με την ελληνική πολιτική αποκατάσταση του 19ου αιώνα.
Ο νοτιοελλαδικός χώρος, λόγω της απομάκρυνσής του από τα κέντρα, της κοινωνικής αποσάρθρωσης και της συνεχούς σύγκρουσης των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής στα όρια του, προσφερόταν στους νεαρούς προοδευτικούς Έλληνες εθνικιστές για εκδήλωση αντι-ισλαμικής εξέγερσης. Έτσι θα δημιουργηθεί το ελληνικό Βασίλειο στο πλέον καθυστερημένο, οικονομικά και πνευματικά, τμήμα του ελληνικού κόσμου. Οι ελλείψεις αυτές, καθώς και η απουσία προοδευτικών αστικών στρωμάτων, θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση των παλαιοελλαδικών ελίτ, εξαρτημένων από το κράτος που πολιτικά θα εκφράζονται από τη Μοναρχία. Φυσικά οι αιτίες της αντινομίας αυτής είναι πολλές, και σχετίζονται στη φύση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επικάθησε στο μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο, με αποτέλεσμα τα κέντρα των Ελλήνων να ταυτίζονται με τα κέντρα των Οθωμανών. Η αδυναμία να συμπεριλάβει το νεαρό έθνος-κράτος τα κέντρα του έθνους, δημιούργησε δομικές αντινομίες με σοβαρές συνέπειες στη διαχείριση των ζητημάτων που σχετίζονταν με την εθνική ολοκλήρωση.
Αντίθετα, οι Έλληνες της Ανατολής, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Χάτι Χουμαγιούν θα ακολουθήσουν μια εκπληκτική πορεία οικονομικής ανάπτυξης και σύντομα θα αποτελέσουν τον κύριο κορμό της οθωμανικής αστικής τάξης. Οι Έλληνες αστοί της Ανατολής ελάχιστη σχέση θα έχουν με το κράτος. Θα θυμίζουν περισσότερο τα σύγχρονα μη κρατικοδίαιτα αστικά στρώματα, που εν πολλοίς είναι φορείς του εκσυγχρονισμού των κοινωνιών.
Αυτή ακριβώς η κοινωνική θέση των αστών των ραγιάδων, θα τροφοδοτήσει με ανασφάλεια και μίσος τα παραδοσιακά κυρίαρχα στρώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θα εμφανιστεί ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός στο πρόσωπο των Νεότουρκων, ο οποίος εξ αρχής θα συνδυαστεί με τον μιλιταρισμό και τη βία. Kαι οι βαλκανικοί πόλεμοι προήλθαν κυρίως από τη σκλήρυνση της πολιτικής των Νεοτούρκων. Η Ελλάδα έτυχε να έχει προετοιμαστεί καλά, λόγω της ανάληψης της εξουσίας από τον Βενιζέλο, που ερχόταν από τον επαναστατημένο εξωελλαδικό ελληνισμό.
Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώθηκαν δύο ισχυρά -και ασύμβατα τελικά- ηγετικά στρώματα των Ελλήνων: η γραφειοκρατία στην Παλαιά Ελλάδα από τη μια και τα ελληνικά αστικά στρώματα της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη. Αυτή ήταν η κοινωνική βάση της σφοδρής σύγκρουσης και του μεγάλου κοινωνικού Διχασμού
Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες της Ανατολής θα επενδύσουν πολιτικά στον αλυτρωτικό βενιζελισμό, ενώ τα κρατικοδίαιτα στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας στη Μοναρχία και το Λαϊκό Κόμμα. Το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, είναι ότι τον ελληνικό αλυτρωτισμό και τον ελληνικό εθνικισμό στην εποχή που διαμορφώνονταν τα τελικά σύνορα στην περιοχή μας, δεν τα εξέφρασε η (ακρο)Δεξιά και το φασιστικό κίνημα -όπως γινόταν εκείνη την εποχή στην υπόλοιπη Ευρώπη- αλλά η φιλελεύθερη πολιτική παράδοση.
Η ελληνική Δεξιά εκείνης της περιόδου, ήταν η μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο που δεν ήταν επεκτατική και αλυτρωτική, αλλά αντιθέτως οικοδόμησε την πολιτική της στην άρνηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, στην παραγνώριση του Ζητήματος του Πόντου και στο σύνθημα “μικρά πλην έντιμος Ελλάς”. Και επιπλέον μετά το ‘22, στο στόχαστρό της δεν έθεσε τους Εβραίους ή τις μειονότητες, αλλά τους πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ιωνία και την Ανατολική Θράκη. Δηλαδή στη θέση του ρατσιστικού «αντισημιτισμού» που σάρωσε την Ευρώπη, στην Ελλάδα του μεσοπολέμου θα κυριαρχήσει ο επίσης ρατσιστικός «αντι-προσφυγισμός».
Από τους «Επίστρατους» του Μεταξά στον «αντιμικρασιατισμό» του Ίωνα Δραγούμη και στα αντιπροσφυγικά εγκλήματα του Δημητρίου Γούναρη
Η πρώτη αντιπροσφυγική πράξη της ελληνικής Δεξιάς θα συμβεί το 1916 και θα έχει ως οργανωτή και εμπνευστή τον Ιωάννη Μεταξά.
Με την ίδρυση του φιλοσυμμαχικού κράτους της Θεσσαλονίκης εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να παρακαμφθούν οι φιλογερμανικές θέσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο ελληνισμός διέθετε δύο κράτη. Ένα φιλικό προς τους συμμάχους της Αντάντ, που δημιουργήθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο ως αποτέλεσμα του μεγάλου ενωτικού επαναστατικού κινήματος της Κρήτης -που επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης- και ένα φιλογερμανικό, που εξέφραζε τα παλαιοελλαδικά συντηρητικά στρώματα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος». Το φιλογερμανικό κράτος της Αθήνας είχε ήδη παραδώσει το Σεπτέμβρη του ‘16 στη Δράμα, με εντολή του Ιωάννη Μεταξά, την Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους, συμμάχους των Γερμανών, χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ολόκληρο το ελληνικό 4ο Σώμα Στρατού θα αιχμαλωτιστεί και θα μεταφερθεί στη Γερμανία. 6.500 Έλληνες στρατιώτες θα παραμείνουν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Goerlitz (Γκέρλιτς) μέχρι το Φεβρουάριο του ‘19.
Απ’ την άλλη, το φιλοσυμμαχικό κράτος της Θεσσαλονίκης εξέφραζε τους πόθους των αλύτρωτων Ελλήνων της Ανατολής, που ήδη είχαν αρχίσει να βιώνουν την προαποφασισμένη από το 1911, πολιτική των Νεότουρκων για εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Οι διώξεις αυτές είχαν ξεκινήσει πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έλαβαν μεγάλη έκταση με την έναρξή του το 1914. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή στις ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου) και της Ανατολικής Θράκης. Χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες θα καταφύγουν στην Ελεύθερη Ελλάδα και πολλοί απ’ αυτούς στην πρωτεύουσα, στην Αθήνα. Όμως στο φιλογερμανικό κράτος του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο κύριος στόχος θα είναι οι πρόσφυγες μαζί με τους βενιζελικούς. Στις διαδηλώσεις των μοναρχικών παρακρατικών τα συνθήματα στρέφονται κατά των προσφύγων. Οι πρόσφυγες μετατρέπονται σε εύκολο στόχο της τότε παλαιοελλαδικής Δεξιάς ως : «συρφετός μίσθαρνων προσφύγων» ή «Ελληνόφωνοι ξενόδουλοι δούλοι».
Το Νοέμβριο του ‘16, στη φιλογερμανική Αθήνα θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων, που αποβιβάστηκαν με βάση συμφωνία που υπογράφτηκε, και των παρακρατικών αντιβενιζελικών ομάδων των «Επιστράτων», εμπνευστής και οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Στο στόχαστρο των ένοπλων παρακρατικών θα βρεθούν επίσης οι Κρητικοί της Αθήνας και οι πρόσφυγες από την οθωμανική Ανατολή. Υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων με σημάδεμα με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να μολύνουν με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων». Ο Φοίβος Γρηγοριάδης υπολογίζει ότι ο αριθμό των δολοφονημένων ήταν περί τους 20. Γράφει: «απλοί άνθρωποι του λαού θα δολοφονηθούν στους δρόμους και στα μικρά Φρουραρχεία (σ.τ.σ συνοικιακά κέντρα των Επιστράτων)»
Ακριβώς αυτό το μίσος κατά των Ελλήνων της Ανατολής θα διατρέχει όλο το μηχανισμό του Λαϊκού Κόμματος και της φιλομοναρχικής παράταξης για δεκαετίες μετά τη μεγάλη Καταστροφή. Ακόμα και ο Ίωνας Δραγούμης, ο κορυφαίος διανοούμενος του ελλαδικού ελληνισμού, εν μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας θα γράψει από το Παρίσι όπου ήταν αυτοεξόριστος ότι εκείνη τη στιγμή «ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας ήταν ο Βενιζέλος και οι συμπαραστάτες του, Κρητικοί και Μικρασιάτες».
Με τον παραπάνω τρόπο θα διαχειριστούν και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όταν θα καταλάβουν την εξουσία μετά το Νοέμβριο του ‘20. Δεν θα τους ενδιαφέρει ούτε το αξιόμαχο του στρατού, ούτε και η μοίρα των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα περιφρονήσουν ολοκληρωτικά τους Ποντίους και δεν θα αποστείλουν ούτε μία σφαίρα στο ποντιακό αντάρτικο, ενώ θα απαγορεύσουν από τις οργανώσεις των Ελλήνων της Ιωνίας να δημιουργήσουν το δικό τους Μικρασιατικό Στρατό με στόχο την Αυτονόμηση της Ιωνίας.
Θα διαχειριστούν την μικρασιατική κρίση με έναν τελείως ανορθολογικό τρόπο. Ενώ είχαν αποφασίσει από νωρίς (χωρίς όμως να προλάβουν να υλοποιήσουν την απόφαση) την απαγγίστρωση από τη Μικρά Ασία και την παράδοσή της στους Κεμαλικούς, απαγόρευσαν νομοθετικά (2670/1922) από τον Ιούλιο του ’22 στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αναχωρήσει. Και μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ΄22, ο Δημήτριος Γούναρης τηλεγραφεί στον Έλληνα αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη και του ζητά να μην επιτρέψει τους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα και δημιουργηθεί έτσι «προσφυγικό πρόβλημα». Ουσιαστικά ο Γούναρης και η κυβέρνησή του παρέδωσαν τον ελληνισμό της Ιωνίας στα τουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ και με μια έννοια είναι συνυπεύθυνοι για τη σφαγή που επακολούθησε.
Στο ρόλο του Δημητρίου Γούναρη αναφέρεται ένα έγγραφο της ΟΠΣΝΕ (Ομοσπνδία Ποντιακών Σωματείων Ν. Ελλάδας) του 2003 που στάλθηκε στον πρόεδρο της Ν.Δ. Κωσταντίνο Καραμανλή, ζητώντας του να παρέμβη ώστε να σταματήσουν οι ενέργειες του βουλευτή Πατρών Ν. Νικολόπουλου που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση του ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος : «Ο Δ. Γούναρης βαρύνεται με πλήθος εγκλημάτων εις βάρος του ελληνισμού, που μεγάλο μέρος απ’ αυτά κωδικοποιήθηκαν κατά την περίφημη Δίκη των Εξ. Μπορεί η συγκεκριμένη δίκη να ήταν μερική και να διέφυγαν την τιμωρίας και άλλοι πολλοί υπαίτιοι της Καταστροφής. Όμως οι βασικοί διαχειριστές της κρίσης στην τελευταία της φάση -αυτοί που οδήγησαν την ελληνική πλευρά στην ήττα- δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν.
Εκτός όμως από τα συγκεκριμένα εγκλήματα που καταγράφηκαν στη Δίκη, υπάρχουν και άλλα που βαρύνουν το Γούναρη και την ομάδα του. Μερικά απ’ αυτά είναι:
-Η υπονόμευση της δράσης της Μικρασιατικής Άμυνας και της δημιουργίας τοπικού μικρασιατικού στρατού, που θα μπορούσε να αντισταθεί στους κεμαλικούς,
-Η απόλυτη εγκατάλειψη των Ελλήνων του Πόντου, μέσω της παραγνώρισης των πολιτικών τους αιτημάτων και της μη αποστολής στρατιωτικής βοήθειας προς το δυναμικό ποντιακό αντάρτικο κίνημα που δρούσε στο βορρά της Μικράς Ασίας,
-Η ψήφιση του Νόμου 2670/1922 με τον οποίο η κυβέρνηση Γούναρη απαγόρευε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αναχωρήσει, τη στιγμή που συζητούσε την απαγγίστρωση από τη Μικρά Ασία.»
Σύγχρονη επιβίωση αυτής της γραμμής αποτελούν οι ακροδεξιές πολιτικές εκφράσεις (Λάος, Χρυσή Αυγή). Καθώς και πολλοί ανεξάρτητοι ακροδεξιοί που υποστηρίζουν και προβάλλουν τον πολιτικό ρόλο του Ιωάννη Μεταξά και επιδιώκουν την αναψηλάφηση της Δίκης των Εξ πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ο Κωσταντίνος Πλεύρης, αποτελώντας την πιο εμβληματική φιγούρα του ακροδεξιού χώρου στράφηκε ανοιχτά λίγα χρόνια πριν κατά του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατηγορώντας τον για την ήττα στη Μικρά Ασία και προσβάλλοντας τους χιλιάδες Μικρασιάτες (μεταξύ τους και πολλοί Πόντιοι) στρατιώτες του ελληνικού στρατού στο Μέτωπο, που έχασαν τη ζωή τους και δολοφονήθηκαν μαζικά από τους Κεμαλικούς μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου.
Η μεταχείριση των προσφύγων: Από τον Γεώργιο Βλάχο στον Ελευθέριο Βενιζέλο
Ο Γεώργιος Βλάχος, σημαίνον στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος και εκδότης της τότε «Καθημερινής», υπήρξε ένας από τους πλέον ένθερμους εχθρούς των προσφύγων. Ακόμα και το 1928, έξη χρόνια μετά την Καταστροφή αποκαλούσε τους πρόσφυγες «προσφυγική αγέλη». Από την εποχή της Μικρασιατικης Εκστρατείας ο Γ. Βλάχος με τα εμπρηστικά του δημοσιεύματα(«Οίκαδε», «Πομερανοί») καλούσε την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Την αντιμικρασιατική του αντίληψη τη μετέτρεψε αργότερα σε αντιπροσφυγική μανία. Η ένταση ήταν τέτοια μεταξύ των προσφύγων και του Λαϊκού Κόμματος, ώστε διατυπώθηκαν από κάποιους βουλευτές του ιδέες περίεργες και ρατσιστικές, όπως να φορούν οι πρόσφυγες ειδικό περιβραχιόνιο για να ξεχωρίζουν από τους γηγενείς, ενώ ένας βουλευτής αργοσαρωνικού μιλώντας στη Βουλή και απευθυνόμενος προς τους πρόσφυγες βουλευτές είπε αμφισβητώντας την ελληνικότητά τους: «Οι Εβραίοι είναι πιο Ρωμιοί από σας».
Παν. Κανελλόπουλου ομολογεί ότι… για τους πρόσφυγες «δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Το θυμούμαι και ανατριχιάζω». Και συνεχίζει ο ίδιος: «Οι άνθρωποι που μόλις είχαν διασωθεί από την τουρκική σφαγή αποκαλούνταν «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι»….»
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ξαναανέλθει στην εξουσία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το κίνημα του Πλαστήρα. Ήδη, είχε συμβάλλει στις εξελίξεις με την ακατανόητη απόφασή του να προκηρύξει εκλογές εν μέσω Μικρασιατικού Πολέμου, ενώ οι αντίπαλοί του (Δεξιά και κομμουνιστές) ήσαν σφόδρα αντίθετοι με τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Έτσι, την πλέον κρίσιμη στιγμή και ενώ είχε αποφασίσει και αποστολή στρατού στον Ποντο, παραχώρησε την εξουσία στην αντιπολεμική Δεξιά με τα γνωστά αποτελέσματα. Όμως και ο ίδιος βαθμιαία θα απομακρύνεται από τις θέσεις του και θα μετατρέπεται σ’ ένα κυνικό παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Μια από τις πρώτες οδυνηρές αποφάσεις του, ήταν η παύση για λίγο χρόνο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών που είχε αποφασιστεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν πολλοί Πόντιοι πρόσφυγες στο Στρατόπεδο Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης με τραγικά αποτελέσματα.
Παράλληλα θα λάβει κάποιες αποφάσεις που θα έχουν επιπτώσεις στην προσφυγική αποκατάσταση. Και μια απ’ αυτές θα είναι η εξωσυμβατική εξαίρεση, κατά παράβαση των προνοιών της συνθήκης της Λωζάννης, των 20.000 Τσάμηδων, δηλαδή των αλβανόφωνων μουσουλμάνων της Ηπείρου. Και αυτό συνέβη επειδή οι Ιταλοί υπό τον Μουσολίνι ζήτησαν τη «χάρη» αυτή, με προφανή στόχο να διατηρήσουν κάποια ερείσματα που θα διευκόλυναν τα μελλοντικά επεκτατικά τους σχέδια. Έτσι στέρησε από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες πολύτιμα εδάφη. Κάτι παρόμοιο έκανε και στην περιοχή των Χανίων, απ’ όπου απελάθηκαν οι Τουρκοκρητικοί. Ο Βενιζέλος απέτρεψε την αναλογική εγκατάσταση προσφύγων, με στόχο οι εγκαταλειμμένες τουρκοκρητικές περιουσίες να καταπατηθούν από τους ψηφοφόρους του.
Επίσης το 1928 παρατηρείται μια ρήξη των προσφύγων με τον βενιζελισμό. Οι Βενιζέλος, στο πλαίσιο της προσέγγισης με την Ιταλία, προκρίνει ως προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής του, τη δημιουργία ενός Άξονα Ιταλίας-Ελλάδας-Τουρκίας. Προσπαθεί να επιλύσει τις ελληνο-τουρκικές εκκρεμότητες, που σχετίζονταν με τις εγκαταλειμμένες περιουσίες των προσφύγων, προς όφελος του τουρκικού κράτους ακριβώς για να εξυπηρετηθεί η νέα περί συμμαχιών αντίληψη. Η πολιτική αυτή θα εκφραστεί με τη σύναψη του Συμφώνου της Άγκυρας το 1930, με το οποίο παραχωρήθηκαν οι προσφυγικές περιουσίες στο τουρκικό κράτος. Συμβολικό επιστέγασμα αυτής της πολιτικής θα είναι η πρόταση να δωθεί το Νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ πασά.
Η βενιζελική στροφή προκάλεσε τις αντιδράσεις των προσφύγων. Το 1928 ο Βενιζέλος θεσπίζει το νόμο εσωτερικής καταστολής, που θα μείνει γνωστός ως «Ιδιώνυμο». Με το νόμο αυτό, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ποινικοποιείται η πολιτική δράση. Ο νόμος αυτός είχε δύο στόχους: τους κομμουνιστές και τους πρόσφυγες. Παράλληλα, την ίδια χρονιά ο Βενιζέλος απαγορεύει την κάθοδο των Ποντίων προσφύγων που είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση. Με το επιχείρημα ότι «είναι ύποπτοι κομμουνιστικών ιδεών» και την επίκληση της αδυναμίας αποκατάστασης, παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάννης, με βάση την οποία η Ελλάδα ήταν η χώρα υποδοχής των προσφύγων μετά από την υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Με τον τρόπο αυτό εγκλωβίζεται στην ΕΣΣΔ το μεγαλύτερο μέρος των Ποντίων προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλος αριθμός θυμάτων κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων 1937-1938.
Παρόλα αυτά, και ενώ έχει αρχίσει η στροφή των προσφύγων των αστικών κυρίως κέντρων προς την Αριστερά, ο κύριος όγκος τους θα παραμείνει πιστός στο φιλοβενιζελισμό του. Πιθανόν γιατί το αντίπαλο δέος της αντιπροσφυγικής ρατσιστικής Μοναρχίας, συνέχιζε να φοβίζει τους πρόσφυγες.
Έτσι, στο αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του ‘35, οι πρόσφυγες θα πάρουν μαζικά μέρος προσδοκώντας σε ανατροπή της μοναρχίας και του Λαϊκού Κόμματος. Οι αντάρτικες ποντιακές ομάδες που είχαν εγκατασταθεί στην Ανατολική Μακεδονία θα πλαισιώσουν τα αντιμοναρχικά στρατεύματα των στασιαστών. Η κατάπνιξη του κινήματος θα οδηγήσει σε ισχυροποίηση της παλαιοελλαδικής Δεξιάς και του Ιωάννη Μεταξά
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εύξεινος Πόντος”, Θεσσαλονίκη, αρ.φ. 141, Οκτώβριος 2008)
Από τον Ιωάννη Μεταξά στον Πλεύρη και το Νακρατζά
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟ
(μέρος Β’)
Στο αφιέρωμα αυτό για τον αντιπροσφυγικό αναθεωρητισμό, που εκφράζεται έντονα τελευταία, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε την προϊστορία του και να δώσουμε κάποια βασικά παραδείγματα, τόσο από το παρελθόν, όσο και από τον παρόντα χρόνο.
Εντοπίσαμε τη βασική αιτία που γέννησε αυτή τη σύγκρουση στις αντιφάσεις και τις κοινωνικές δυσπλασίες της ελληνικής πολιτικής αποκατάστασης. Η αντίθεση ντόπιων-προσφύγων, πρωτοανιχνεύεται στη δημιουργία του νεαρού ελληνικού έθνους-κράτους και εκφράζεται για πρώτη φορά με τη σφοδρή σύγκρουση «αυτοχθόνων» με τους «ετερόχθονες», δηλαδή των προσφύγων με τους γηγενείς κατά τις πρώτες ελεύθερες δεκαετίες του εθνικού βίου. Από το 1830 έως το 1850, οι ετερόχθονες θα δεχτούν μια αλύπητη επίθεση από τους αυτόχθονες, που θα φτάσει μέχρι και απολύσεις από το δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης θα απολυθεί και ο κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας -για λόγους αντεκδίκησης- είχε δολοφονηθεί από τους Οθωμανούς. Το 10% του τότε ελληνικού πληθυσμού, που αντιπροσώπευαν οι «ετερόχθονες», θα υποταχθεί, θα αλλοτριωθεί και θα αποδεχτεί την κατάκτηση της εξουσίας στο νεαρό κράτος από τα παραδοσιακά ηγετικά στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας, των κοτζαμπάσηδων και των προεστών.
Μεταξύ «Επίστρατων» και Ίωνα Δραγούμη
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ελληνικοί πληθυσμού της Ανατολής (Ίωνες, Πόντιοι, Ανατολικοθρακιώτες) θα βρεθούν στο στόχαστρο των γνήσιων «παλαιοελλαδικών» πολιτικών σχηματισμών και θεσμών. Για τη Μοναρχία και το Λαϊκό Κόμμα, οι Έλληνες της Ανατολής θα είναι ο βασικός τους αντίπαλος στη σύγκρουση με τον βενιζελισμό. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης, θα είναι το πογκρόμ του Νοεμβρίου του 1916 κατά των προσφύγων που είχαν βρει άσυλο στην περιοχή της Αττικής. Με αφορμή την ανακήρυξη του κράτους της Θεσσαλονίκης από τον Ελ. Βενιζέλο, οι παρακρατικές ομάδες του Ιωάννη Μεταξά που έγιναν γνωστές ως «Επίστρατοι», εξαπέλυσαν σφοδρές διώξεις κατά των προσφύγων και των υπόλοιπων θεωρούμενων βενιζελικών. Τα θύματα αυτού του άγνωστου πογκρόμ δεν έχουν υπολογιστεί. Ο Φ. Γρηγοριάδης υπολογίζει σε 20 τους δολοφονημένους πρόσφυγες.
Στο βιβλίο ««Ελευθέριος Βενιζέλος, 1864-1936 - Η μεγάλη πορεία - Απο το ανάθεμα στην αποθέωση» αναφέρεται ότι ο αριθμός ανερχόταν μεταξύ «…εκατό με τριακοσίων, ανάλογα με τους διάφορους υπολογισμούς, νεκρών προσφύγων, οι οποίοι ανώνυμοι και άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και θαμμένοι σε μαζικούς τάφους…» Και συμπληρώνει ότι «[...] οι πρόσφυγες σκοτώθηκαν επειδή ήταν πρόσφυγες: Οι δολοφονίες αποτελούσαν εν ψυχρώ και απρόσωπα εγκλήματα μίσους, το οποίο είχε καλλιεργηθεί συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης. [...] είχε απαλλάξει [η κυβέρνηση] την πρωτεύουσα από αρκετές χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, στέλνοντας τους να αποδεκατιστούν από την πείνα και τις επιδημίες σ’ ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σούδα.[...]
Οι έντρομοι πρόσφυγες από τις οθωμανικές περιοχές θα καταφύγουν στο λιμάνι του Πειραιά όπου : «… η παρουσία του συμμαχικού στόλου και η άμυνα οπλισμένων ομάδων Κρητικών, απέτρεψαν τις επελάσεις που σχεδίαζαν οι επίστρατοι Ωστόσο πλήθη Βενιζελικών και προσφύγων - προοιωνίζοντας τις σκηνές που θα ζούσε λίγα χρόνια αργότερα στη Σμύρνη - συγκεντρώθηκαν στις αποβάθρες του λιμανιού, φορτωμένοι με ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν και ελπίζοντας να βρουν πλοία φυγής. [...]
Ακριβώς αυτή η ένταση θα οδηγήσει τον κορυφαίο διανοούμενο του βαλκανικού ελληνισμού, τον Ίωνα Δραγούμη, να υποστηρίζει σε κείμενά του το 1919 -εν μέσω ελληνοτουρκικού πολέμου στη Μικρά Ασία- ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας ήταν ο Βενιζέλος, οι Κρητικοί και οι Μικρασιάτες. Στο πλαίσιο αυτού του μίσους θα απαγορευτεί νομοθετικά η έξοδος των Ελλήνων από τις οθωμανικές περιοχές, τη στιγμή που η κυβέρνηση Γούναρη είχε αποφασίσει την απαγκίστρωση από την Ιωνία. Η κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ‘22 δεν επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει ομαλά την Ιωνία στους κεμαλικούς. Όμως θα απαγορεύσει την εκκένωση της Ιωνίας, ενώ λίγο καιρό πριν είχε απαγορεύσει την ένοπλη αυτοοργάνωση του ελληνικού πληθυσμού. Είναι ιστορική ειρωνία, ότι τη συμπεριφορά αυτή άθελά του την περίγραψε ο Πρίγκιψ Ανδρέας σε επιστολή του προς τον Ι. Μεταξά, στις 21 Δεκεμβρίου 1921: “Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την l5ην Δεκεμβρίου [σημ.: εορτή του Αγίου Ελευθερίου] είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.”
Ο αντιπροσφυγικός ρατσισμός και ο φιλο-ατατουρκισμός του Ι. Μεταξά
Οι πρόσφυγες που θα κατακλύσουν την Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα αντιμετωπίσουν μια ιδιαιτέρως αρνητική κατάσταση. Ο Άλκης Ρήγος γράφει: «Η εντονότατη αντίθεση γηγενών και προσφύγων διαχέεται σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο. Οι άνθρωποι που μόλις διασώθηκαν από την τουρκική σφαγή, αποκαλούνται «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι» (επειδή δυνήθιζαν να τρώνε γιαούρτι)… Η λέξη “πρόσφυγας» διαχέεται στον κοινωνικό ιστό με τον πιο υποτιμητικό τρόπο. Τον ρατσισμό αυτό προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι φασιστοειδείς κινήσεις που απαιτούν να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι έλληνες»
Η μεταχείριση των προσφύγων ήταν άθλια και πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η «Εφημερίς των Βαλκανίων» πληροφορεί στις 15 Δεκεμβρίου του 1920: «Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο. Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην… Δεν θέλωμεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τoν Μουσταφά Κεμάλ θα τoυς μεταχειρίζετο ίσως καλλίτερον…»
Η αντίθεση αυτή μεταξύ ντόπιων και προσφύγων θα ενταθεί και θα λάβει πολύ οξυμμένες μορφές για τη διεκδίκηση της γης που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι Ανταλλάξιμοι και θα έπρεπε, με βάση τη «Συνθήκη Ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών» να δοθεί στους πρόσφυγες.
Όπως αναφέρθηκε στο Α’ μέρος, ο Βενιζέλος ήδη έχει εγκαταλείψει τους πρόσφυγες και με μια σειρά μέτρων προσανατολίζεται διαφορετικά. Από το σημείο αυτό και μετέπειτα θα αρχίσει η μετακίνηση των μεγάλου μέρους των προσφυγικών πληθυσμών προς την Αριστερά.
Ο βασικός όμως εκφραστής του αντιπροσφυγικού συναισθήματος θα παραμείνει ο Ιωάννης Μεταξάς. Ήδη από την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Μεταξάς είχε δηλώσει την άρνησή του να βοηθήσει στη διαχείριση της κρίσης. Αρνήθηκε την αρχιστρατηγία με αποτέλεσμα αυτή να δοθεί στον ανίκανο Χατζηανέστη. Με τη στάση του αυτή ο Μεταξάς συνέβαλε στην ελληνική ήττα ή τουλάχιστον δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να μη συμβεί. Μετά το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου και την κατάργηση της δημοκρατίας, ο Μεταξάς θα εκφράσει πλήρως την περιφρόνησή του προς τους πρόσφυγες της Μικρασιατικης Καταστροφής. Κατ’ αρχάς θα απαγορεύσει τα τραγούδια των προσφύγων γιατί δεν τα θεωρούσε αρκούντως δυτικά!
Όμως η κορυφαία πράξη περιφρόνησης και προσβολής των προσφύγων ήταν αποτέλεσμου του φιλοατατουρκισμού του. Το 1938, με έξοδα του ελληνικού δημοσίου αγόρασε από τον ιδιώτη που το κατείχε το υποτιθέμενο σπίτι που γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά. Στη συνέχεια το δώρισε στο τουρκικό κράτος, το οποίο το μετέτρεψε σε τουρκικό προξενείο. Επιπλέον, ο Μεταξάς μετονόμασε την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ. Την ονομασία αυτή είχε έως και το ‘55. Ξαναπήρε το παλιό της όνομα λόγω του πογκρόμ που πραγματοποίησε το τουρκικό Βαθύ Κράτος κατά της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.
Ο Μεταξάς θα ακολουθήσει την ίδια πολιτική παραγνώρισης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης, που είχε εγκαινιάσει από το 1928 ο Ελ. Βενιζέλος. Με την έναρξη των μεγάλων εθνικών διώξεων που εξαπέλυσε ο σταλινισμός από τις 3 Δεκεμβρίου του 1937, ο Μεταξάς θα αντιδράσει υποτονικά, παρότι μεγάλο μέρος των διωχθέντων διατηρούσαν την ελληική υπηκοότητα. Θα αναγκαστεί να αποδεχτεί όσους απέλασαν οι σταλινικοί το 1939, όμως θα διατηρήσει την επιφύλαξή του προς τους νέους προσφυγικούς πληθυσμούς. Θα τους θεωρεί «εθνικά ύποπτους». Ειδικά αυτούς που είχαν εγκατασταθεί στην Χαλκίδα, με την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου θα τους απομακρύνει από την πόλη για το φόβο της πρόκλησης σαμποτάζ στη γέφυρα!
Από το Παλάτι έως τον Ευάγγελο Αβέρωφ
Το Παλάτι παρέμενε ως βασική πηγή του αντιπροσφυγικού συναισθήματος. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση του Βασιλιά Παύλου, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Κωνσταντίνο, όταν του προτάθηκε να επισκεφτεί έναν καταυλισμό προσφύγων. Η άρνησή του είχε ως επιχείρημα την κακή εντύπωση που θα δημιουργούσε αυτό στους φιλομοναρχικούς πολίτες.
Ο ακραίος φιλοτουρκισμός της ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας καθ’ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου θα εμποδίσει την ενσωμάτωση στην επίσημη ιδεολογία ακόμα και του ελληνικού πολιτισμού που υπήρχε στην Ανατολή πριν το 1922. Σχετικές πρωτοβουλίες πάρθηκαν μόνο από επιφανείς πρόσφυγες με εξαιρετική όμως προσοχή και σεβασμό στην τουρκοφιλική αυτή γραμμή. Περί το 1928 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών με πρωτοβουλία του Χρύσανθου, του από Τραπεζούντος και το 1930 το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών από την Μέλπω και τον Οκτάβιο Μερλιέ. Αξιοσημείωτο είναι ότι στα Καταστατικά αυτών των ιδρυμάτων οι πρόσφυγες αναφέρονται ως «μετανάστες». Το ελληνικό κράτος απαγόρευε τη χρήση του όρου «πρόσφυγας» για να μη θεωρηθεί ότι αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα της βίας της συμμάχου Τουρκίας.
Παρότι μετά την Κατοχή θα έχουμε για πρώτη φορά μια μετατόπιση κάποιων προσφυγογενών πληθυσμών προς το Λαϊκό Κόμμα, εν τούτοις δεν θα δούμε αντίστοιχη αλλαγή σε επίπεδο κεντρικών επιλογών. Η μετατόπιση αυτή οφείλεται είτε σε συνεργάτες των κατακτητών μέσω των Ταγμάτων Ασφαλείας, είτε σε άλλους που συμμετείχαν σε αντι-εαμικές ομάδες. Για πρώτη φορά μετά το ‘44 θα εκλεγούν αρκετοί πρόσφυγες βουλευτές με τη σημαία του Λαϊκού Κόμματος [στην Κοζάνη ο ταγματασφαλίτης από το Κιλκίς Κώστας Παπαδόπουλος και ο Φωστερίδης (Τσαούς-Αντών στη Δράμα)].
Χαρακτηριστικότερη στιγμή της αντιπροσφυγικής συμπεριφοράς, ήταν η προσπάθεια που έγινε το 1958 από τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Παναγιώτη Πιπινέλη, για να σταματήσει η έρευνα στα αρχεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με μαρτυρία του ιστορικού Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, που τότε δούλευε για πρώτη φορά τα διπλωματικά έγγραφα των συμμάχων των Νεότουρκων κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε παρέμβαση προς τον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικών να απαγορευτεί η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, γιατί η δημοσίευσή τους στην Ελλάδα θα μπορούσε να «υπονομεύσει την ελληνοτουρκική φιλία».
Από την χούντα στη μεταπολίτευση
Την περίοδο της χούντας θα ακολουθηθεί η ίδια ακριβώς πολιτική. Εξ αιτίας της αυταρχικής πολιτικής θα κλείσουν όλοι οι ποντιακοί και οι προσφυγικοί σύλλογοι. Προς το τέλος της χούντας θα επιτραπεί μόνο η δραστηριοποίηση κάποιων φίλα προσκείμενων προς το καθεστώς, με στόχο την πλήρη εξασφάλιση του ελέγχου.
Η τουρκοφιλία των χουντικών θα εκφραστεί με πολλούς τρόπους. Από τη Συνθήκη της Κεσάνης μέχρι την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Το όραμα του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου για μελλοντική ελληνοτουρκική συνομοσπονδια θα εκφραστεί σαφέστατα, ενώ θα απαγορευτεί οποιαδήποτε αναφορά στις πατρίδες της Ανατολής. Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής θα είναι η εντολή για αντικατάσταση του όρου «Τούρκος» από τον όρο «εχθρός» κατά η διάρκεια των εορτασμών για την Επανάσταση του ‘21.
Η κατάρρευση της χούντας, μέσα στην κυπριακή τραγωδία που προκάλεσε, δημιούργησε κάποιες νέες συνθήκες ελευθερίας. Οι πρόσφυγες άρχισαν να δημιουργούν και πάλι τους συλλόγους τους και να προσπαθούν να πάρουν πίσω την κατασχεμένη από την χούντα περιουσία τους.
Όμως το κλίμα σε επίπεδο αντιμετώπισης της προσφυγικής μνήμης παρέμενε αναλλοίωτο. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η περιπέτεια της κινηματογραφικής ταινίας «1922» του Νίκου Κούνδουρου. Η ταινία του Κούνδουρου βασίστηκε σε αυθεντικές μαρτυρίες από το μυθιστόρημα «Το νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη και γυρίστηκε το 1977-’78 με κρατική χρηματοδότηση. Η περιπέτεια της ταινίας “1922” του γνωστού σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου αποτελεί την πλέον αποκαλυπτική πράξη του νεοελληνικού αναθεωρητισμού. Η ταινία αυτή γυρίστηκε με τη χρηματοδότηση του κρατικού Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ). Από την εποχή των γυρισμάτων (τρία μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο) η “Χουριέτ” είχε καταγγείλει την ταινία, υποστηρίζοντας ότι έτσι “υπονομεύονται” οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Φυσικά το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών γνώριζε καλύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους διαμαρτυρίας. Οι τουρκικές αντιδράσεις απέδωσαν! Το ελληνικό Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να δώσει άδεια προβολής στην ταινία, κάτι που ήταν απαραίτητο για να βγει στις αίθουσες. Επί πλέον, το ΕΚΚ, το οποίο ήταν ιδιοκτήτης της ταινίας και είχε ως προϊστάμενη αρχή το Υπουργείο Βιομηχανίας, δέσμευσε την ταινία στο εργαστήριο. Μια κόπια που παρανόμως κατάφερε να εξασφαλίσει ο Κούνδουρος προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας 9 βραβεία. To Υπουργείο Προεδρίας, φοβούμενο την κατακραυγή δεν τόλμησε να απαγορεύσει την προβολή της ταινίας, η οποία παρέμενε δεσμευμένη στα συρτάρια του ΕΚΚ. Η λαθραία κόπια σταλθηκε το 1982 (οκτώ χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο) στο Διεθνές Φεστιβάλ Βουδαπέστης. Μισή ώρα πριν την προβολή της, κατέφθασε από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών εντολή προς τον Έλληνα πρέσβυ να εμποδίσει την προβολή της ταινίας. Ο Έλληνας πρέσβης ζήτησε με τη σειρά του από το ουγγρικό Υουργείο Εξωτερικών να εμποδίσει την προβολή της ταινίας. Πράγμα που έγινε!
Η δεκαετία του ‘80 και το ρήγμα στη νεοελληνική ιδεολογία
Κατά τη δεκαετία του ‘80 θα αρχίσουν σημαντικές διεργασίες στον προσφυγικό χώρο που θα οδηγήσουν στις κατακτήσεις της δεκαετίας του ‘90. Η άνοδος του Πασόκ στην εξουσία θα απελευθερώσει δυνάμεις και θα επιτρέψει την αναγνώριση του προσφυγικού ελληνισμού. Συμβολικά αυτό θα συμβεί με την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο.
Το ‘84 πραγματοποιείται το Συνέδριο των Μικρασιατικών οργανώσεων στην Αθήνα, το οποίο θέτει ως στόχο την παλιννόστηση στις πατρίδες της Ανατολής. Όμως το δυτικομικρασιατικό κίνημα, στο οποίο συμμετέχουν και ποντιακές οργανώσεις δεν έχει τη δυναμική να προχωρήσει περισσότερο. Καταφέρνει όμως να πετύχει την επισημη αναγνώριση της 14ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρα παμπροσφυγικής Μνήμης.
Εκείνη την εποχή, η δυναμική φαίνεται ότι βρίσκεται στις ποντιακές οργανώσεις. Ήδη έχει εμφανιστεί ένα νέο κύμα Ποντίων προσφύγων από την πρώην ΕΣΣΔ. Οι προηγούμενοι του 1965 έχουν ήδη ενσωματωθεί. Εμφανίζεται μια ριζοσπαστικοποίηση σε κάποιες ομάδες της τρίτης γενιάς, ενώ η δεύτερη γενιά προχωρεί από το 1985 στη θέσπιση των παγκόσμιων συνεδρίων. Σε παλιότερα κείμενα στον «Εύξεινο Πόντο» έχει παρουσιαστεί εκτεταμένα το φαινόμενο της δημιουργίας ενός δυναμικού και μαχητικού ποντιακού κινήματος. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, και η Ασφάλεια είχε δραστηριοποιηθεί τότε για την ανακάλυψη των «εξτρεμιστών». Πάντως μέχρι το δεύτερο Συνέδριο του ‘88 η επιφύλαξη, κυρίως από το συντηρητικό χώρο των Ποντίων, προς τα νέα ρεύματα θα είναι έντονη. Η σημαντικότερη τέτοια παρέμβαση θα εκδηλωθεί από τον βουλευτή της Ν.Δ. και πρόεδρο της Βουλής Ισαάκ Λαυρεντίδη, ο οποίος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Δεσμός» θα δηλώσει ότι δεν υπήρξε γενοκτονία των Ποντίων, αλλά απλώς πόλεμος, όπου τα συγκρουόμενα μέρη διέπραξαν αγριότητες.
Μετά το ‘88 όμως το κλίμα άλλαξε άρδην. Οι απόψεις που οδήγησαν στην καθιέρωση της 19ης Μαϊου ως Ημέρας Μνήμης για τη γενοκτονία στον Πόντο επικράτησαν πλήρως στον ποντιακό χώρο. Το ευνοϊκό κλίμα εκείνων των χρόνων επέτρεψε την ομόφωνη αποδοχή του αιτήματος των ποντιακών οργανώσεων. Με μια έννοια υπήρξε τότε μια προσωρινή ρωγμή στην ιδεολογική συνέχεια του ελληνικού κράτους, η οποία συνδυάστηκε με την έλλειψη ανασυγκρότησης των αναθεωρητικών αντιπροσφυγικών απόψεων, κάτι που θα συμβεί από το 2000 και εντεύθεν, όταν η ρωγμή θα έχει πλέον κλείσει οριστικά με τη θητεία Σημίτη.
Ήδη από το ‘97 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα αντιπροσφυγικής συμπεριφοράς στο χώρο του Τύπου. Στη διαδικασία αυτή πρωτοστάτησε τη δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού», που προήλθε από την Β’ Πανελλαδική του Ρήγα. Η αντίδραση των προσφυγικών και κυπριακών οργανώσεων για τη διεξαγωγή ενός τιμητικού Συνεδρίου για τον Κεμάλ Ατατούρκ που οργάνωνε ο Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη, προκάλεσε την απαξίωση των αντιδρώντων με τον «Ιό» με βαρύτατους χαρακτηρισμούς.
Το επόμενο αντιπροσφυγικό κρούσμα θα δοθεί με τα γεγονότα της λίμνης Βεγορίτιδας, όπου δύο χωριά -ένα ποντιακό και ένα ντόπιο σλαβόφωνο- θα αρχίσουν να ερίζουν για την καταπάτηση του παλιού βυθού. Ένα απλό ζήτημα σύγκρουσης καταπατητών, ο «Ιός» το ανέδειξε σε ζήτημα σύγκρουσης των «καλών ντόπιων» με τους «κακούς, πράκτορες του κράτους πρόσφυγες».
Η οργάνωση του αντιπροσφυγικού μπλοκ
Μέχρι όμως εκείνη την εποχή ο αντιπροσφυγικός ρατσισμός του «Ιού» παρέμενε περιορισμένος στο δημοσιογραφικό του χώρο. Αυτό που θα προκαλέσει την επανεμφάνιση του παλιού αντιπροσφυγικού μένους, θα είναι η απόπειρα των μικρασιατικών οργανώσεων να καθιερώσουν νομοθετικά την 14η Σεπτεμβρίου, ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας στο σύνολο της Μικράς Ασίας. Ο νόμος θα υπερψηφιστεί από το σύνολο των κομμάτων και το σύνολο των βουλευτών. Όμως θα παραμείνει ανενεργός για δύο περίπου χρόνια εξαιτίας της προσέγγισης Γιώργου Παπανδρέου με Ισμαήλ Τζεμ.
Ας θυμηθούμε το τι έγινε τότε από ένα άρθρο του 2001: «Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας απίθανης νεοελληνικής ιστορίας καθημερινής τρέλας. Ένας Νόμος της Βουλής των Ελλήνων για τη Γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού -που ψηφίστηκε ομόφωνα τον Οκτώβριο του 1998 και δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα της Κυβέρνησης” (ΦΕΚ 13.10.98) με τις υπογραφές του Προέδρου της Ελλάδας Κ. Στεφανόπουλου και των τότε υπουργών Α. Παπαδόπουλου, Ευ. Βενιζέλου και Ε. Γιαννόπουλου- ακυρώνεται στην πράξη με ακατανόητες μεθοδεύσεις.
Με βάση το 2ο άρθρο του Νόμου έπρεπε να καθοριστεί “ο χαρακτήρας, ο φορέας και ο τρόπος οργάνωσης των εκδηλώσεων εθνικής μνήμης” με Προεδρικό Διάταγμα. Το άρθρο αυτό έμεινε -καθόλου τυχαία- ανενεργό για διόμιση χρόνια. Πρόσφατα, με πρωτοβουλία του υπουργού Πολιτισμού Ευ. Βενιζέλου και του υφυπουργού Εσωτερικών Κ. Καϊσερλή πήρε το δρόμο του για ολοκλήρωση της διαδικασίας με την τυπική υπογραφή του από τον Προεδρο της χώρας, ο οποίος τον είχε υπογράψει έτσι κι αλλοιώς δυό χρόνια πριν.
Ως αποτέλεσμα της σφοδρής αντίδρασης των εθνικιστών της Άγκυρας και της επίσης σφοδρής διαφωνίας -ως μη όφειλαν- των δύο πόλων της νεοελληνικής “εκσυγχρονιστικής Αριστεράς” (σ.τ.μ. Συνασπισμός και Μπίστης), μαζί με τους νεοφιλεύθερους του Μάνου, το προεδρικό διάταγμα απεσύρθη για να απαλειφθεί ο όρος “γενοκτονία”. Το εντυπωσιακό είναι ότι το 1ο άρθρο του ήδη ψηφισμένου και δημοσιευμένου νόμου αναφέρει: “Ορίζεται η 14η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος”.
Εκείνη την εποχή τον κύριο ρόλο της αμφισβήτησης της προσφυγικής επιχειρηματολογίας ανέλαβε η εφημερίδα «Αυγή», η οποία το Φεβρουάριο του 2001 επιχείρησε να παρουσιάσει τις προσπάθειες αναγνώρισης της γενοκτονίας ως «επικίνδυνη προπαγάνδα». Στην κατεύθυνση της οργανωμένης αμφισβήτησης στρατεύθηκαν, ως μη όφειλαν, και τρεις ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ), οι οποίοι αμφισβήτησαν και το νόμο του ΄94 που αφορούσε μόνο τη Γενοκτονία στον Πόντο. Έτσι λοιπόν οι Στ. Ανεστίδης, Μ. Κουρουπού και Ι. Πετροπούλου, στο ερώτημα για τα αν οι διώξεις εις βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας συνιστούν γενοκτονία απάντησαν: «Απαντάμε σ’ αυτό το δύσκολο ερώτημα στηριγμένοι στην πείρα μας ως ιστορικοί-ερευνητές του ΚΜΣ. Τιμούμε τη μνήμη των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής και πιστεύουμε ότι οι κατά τόπους και κατά περίπτωση διωγμοί, σφαγές, εκτελέσεις και βιαιότητες που διαπράχθηκαν σε συνθήκες πολέμου και ενίοτε εκτεταμένα, με αποκορύφωμα την περίπτωση των Ποντίων, δεν νομιμοποιούν τη χρήση του όρου γενοκτονία σε επιστημονικό επίπεδο. Γενοκτονία, λέξη ανύπαρκτη πριν το 1944 σε όλες τις γλώσσες, είναι κατά τα λεξικά η συστηματική και προγραμματισμένη εξολόθρευση μιας ολόκληρης εθνότητας.»
Το κείμενο αυτό αποτελεί τη βάση που πάνω της χτίστηκε στη συνέχεια μια αντιπροσφυγική αναθεωρητική παραφιλολογία, όπως θα δούμε παρακάτω. Διαστρέφοντας τη σημασία των όρων, χρησιμοποιώντας λανθασμένα στοιχεία και υποδυόμενοι ότι αγνοούν τις πηγές, τα διπλωματικά έγγραφα και τις μαρτυρίες των προσφύγων καταλήγουν σ’ ένα προκατειλημμένο συμπέρασμα για πολιτικούς λόγους, που το επενδύουν με το κύρος του Κ.Μ.Σ. ακυρώνοντας έτσι οποιαδήποτε σχέση του Κέντρου με τις προσφυγικές οργανώσεις. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ουδέποτε απάντησαν στις αιτιάσεις κυρίως των σμυρναϊκών οργανώσεων, ούτε και (κατά)δέχτηκαν να συζητήσουν δημοσίως την άποψή τους.
H περίπτωση Τρεμόπουλου
Ιδιαίτερο ρόλο στη Θεσσαλονίκη για τη συγκρότηση ενός αντιπροσφυγικού φιλοκεμαλικού ρεύματος είχε ο Μιχάλης Τρεμόπουλος, ιστορικό στέλεχος του οικολογικού κινήματος. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 είχε αντιταχθεί δημοσίως με το κείμενό του «Όχι Πόντιοι στη Θράκη» στην εγκατάσταση κάποιων Ποντίων προσφύγων από την πρώην ΕΣΣΔ στην ελληνική Θράκη. Ποτέ δεν επιχείρησε να καταθέσει μια δικιά του εναλλακτική πρόταση για το υπαρκτό κοινωνικό ζήτημα της ύπαρξης ενός νέου ρεύματος Ποντίων προσφύγων. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε ένα μέρος από τους ομογενείς πρόσφυγες της σοβιετικής κατάρρευσης δεν εμφανίστηκε το παραμικρό κίνημα αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Και για το τελευταίο η ευθύνη βαραίνει σημαντικά και την προσέγγιση Τρεμόπουλου.
Ένα από τα μεγάλα κοινωνιολογικά θέματα της δεκαετίας του ΄90 υπήρξε το ζήτημα των ομογενών προσφύγων από τις χώρες την πρώην ΕΣΣΔ, καθώς και το πολιτισμικό σοκ που δέχτηκαν σε μια “μητέρα-πατρίδα”, που τους αγνοούσε, τους περιφρονούσε και τους επιφύλασσε -με τη συναίνεση όλων- εν έτει 1993 τη μοίρα των προσφύγων του 22.
Ακόμα, μέχρι σήμερα δεν έχει συνειδητοποιηθεί από τους ιθαγενείς το γεγονός ότι ζήσαμε στις μέρες μας ένα μικρό ‘22, με άλλους 230.000 περίπου ομογενείς πρόσφυγες, που ένα μέρος τους ήταν και Μικρασιάτες προσφυγες που ήρθαν στο εθνικό κράτος μέσω της Κεντρικής Ασίας, όπου βρέθηκαν εκτοπισμένοι απ΄το σταλινισμό.
Η Θεσσαλονίκη, η πόλη των προσφύγων του ‘22, επέδειξε έναν ασυγχώρητο ρατσισμό εις βάρος αυτών των ανθρώπων. Και όχι μόνο η κοινωνία. Αλλά και το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση! Για παράδεγμα: νομαρχεύοντος του Παπαδόπουλου αποφασίστηκε η μεταφορά ενός πολυπολιτισμικού σχολείου, που είχε τότε δημιουργηθεί γι’ αυτούς, από το κέντρο της Θεσσαλονίκης εκτός πόλεως, μόνο και μόνο για να μην ενοχλούνται οι ιθαγενείς. Καμιά αντίδραση δεν υπήρξε από την τοπική “προοδευτική” διανόηση! Για το θέμα αυτό δεν είχαν ληφθεί από οποιονδήποτε αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες για να δημιουργηθούν κάποιες γέφυρες με την υπόλοιπη κοινωνία. Ούτε και από τους αυτοθεωρούμενους “αντιρατσιστές”! Μόνο κάποιες περιθωριακές πρωτοβουλίες πάρθηκαν από κάποιους ποντιακούς συλλόγους, κι αυτό όχι συστηματικά.
Η τελευταία εκδήλωση του αντιπροσφυγικού συναισθήματος από τον Τρεμόπουλο έγινε τον Φεβρουάριο του 2007. Στην «Ελευθεροτυπία» (9-2-2007) παρουσιάστηκε ως εξής:
«Φωτιές άναψε χθες η πρόταση του επικεφαλής των οικολόγων Μιχάλη Τρεμόπουλου στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης «να τιμηθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ γιατί είναι παιδί της πόλης». Η παρέμβαση έγινε μετά την πρόταση του νομάρχη Παναγιώτη Ψωμιάδη να σταλεί ψήφισμα στην υπουργό Παιδείας για το «επικίνδυνο» βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. «Η Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να έχει τιμήσει τον Κεμάλ γιατί είναι παιδί της πόλης», είπε ο νομαρχιακός σύμβουλος Μιχάλης Τρεμόπουλος και προκάλεσε έκρηξη…. Η επικεφαλής της αντιπολίτευσης Βούλα Πατουλίδου σημείωσε: «Τόσο απλά δοσμένα μεγάλες αλήθειες για τη γενοκτονία των Ποντίων, την τεκμηριωμένη με επίσημα έγγραφα και ντοκουμέντα, που ο καθένας μας μπορεί να αναγνώσει στους 15 τόμους καταγεγραμμένης ιστορίας των Ποντίων από τον καθηγητή Κώστα Φωτιάδη. Κι όμως αυτή τη σπαρακτική αλήθεια πολλοί τολμούν να την αγνοούν. Και χειρότερα: Τολμούν και προτείνουν να τιμηθεί ο γενοκτόνος Κεμάλ Ατατούρκ επειδή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή και το Μπράουνάου της Αυστρίας, γενέτειρα του Χίτλερ, θα έπρεπε με την ίδια λογική να τον τιμά; Οι οπαδοί αυτής της λύσης της ανιστορισίας, ποιους σκοπούς εξυπηρετούν τελικά;……..»
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εύξεινος Πόντος”, Θεσσαλονίκη, αρ.φ. 142, Νοέμβριος 2008)
Από τον Ιωάννη Μεταξά στον Πλεύρη και το Νακρατζά
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟ
(Μέρος Γ’)
Στο τρίτο μέρος του κειμένου για το διαχρονικό φαινόμενο του αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού, θα επικεντρωθούμε στις σύγχρονες εκφάνσεις του. Θα μας απασχολήσουν οι απόψεις της ομάδας των μεταμοντέρνων ιστορικών, καθώς όμως και άλλων επαγγελματιών ιστορικών, του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, του Νακρατζά και της περίπτωσης Ταχματζίδη, του Τάσου Κωστόπουλου και του «Ιού» του ιδίου, καθώς επίσης και τις αναθεωρητικές θέσεις σε κάποια επιμέρους θέματα που χαρακτηρίζουν την Ομάδα Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη. Επίσης, θα μας απασχολήσει και το φαινόμενο της απολογητικής του σταλινισμού που αναπτύσσεται τελευταία, κυρίως από τον Κ. Γκίκα.
Οι …. «μεταμοντέρνοι», οι «αγγλοσάξονες», οι «Analles» και οι Πόντιοι!
Η πλέον ενδιαφέρουσα και άξια λόγου «αντίπαλη» προσέγγιση για τον τρόπο αντιμετώπισης των γεγονότων στην Ανατολή, είναι αυτή των επαγγελματιών ιστορικών που προέρχονται από διάφορες ιστοριογραφικές σχολές. Θα πρέπει μέσα από μια βαθύτατη και σοβαρή ανάλυση να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που ενώνει τον αγγλοσαξονικής παιδείας Γιαννουλόπουλο, με την επηρεασμένη από τη γαλλική σχολή των ανάλς Αναγνωστοπούλου και τον μεταμοντέρνο Λιάκο. Τι είναι αυτό που τους καθοδηγεί ώστε να προσεγγίζουν με σχεδόν ενιαίο τρόπο τα της Ανατολής. Μ’ έναν τρόπο που κυμαίνεται μεταξύ ενός αδικαιολόγητου αγνωστικισμού και μιας προσπάθειας αιτιολόγησης των εγκλημάτων του τουρκικού εθνικισμού;
Σ΄ αυτή την κατηγορία θα έπρεπε να εντάξουμε και την ιστορική ματιά της Μ. Ρεπούση, η οποία -αναπαράγοντας με έναν απλοϊκό τρόπο τις «οδηγίες» του γκουρού των μεταμοντέρων ιστορικών, του Αντώνη Λιάκου- εξαφάνισε από τον ιστορικό ορίζοντα τόσο τους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας, όσο και τους Αρμένιους.
Αυτό που φαίνεται να ενώνει όλους αυτούς τους πολύ διαφορετικής προέλευσης ιστορικούς, είναι η μη προσφυγική καταγωγή και η ιδεοληπτική πρόσληψη της ιστορίας. Μη διαθέτοντας άμεσες πληροφορίες για τα γεγονότα στην Ανατολή, δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν το μέγεθος και την ένταση της απαγόρευσης και της καταστολής που θέσπισε εις βάρος της μνήμης των προσφύγων του ‘22 η ελλαδική εξουσία. Παράλληλα, έχοντας μια αριστερή παιδεία, διαμορφώθηκαν μέσα από δόγματα και τα αξιώματα της ελλαδικής Αριστεράς. Οι μύθοι για τον χαρακτήρα της Μικρασιατικής Εκστρατείας καθόρισαν και τα κριτήριά τους σε σχέση με τη μελέτη εκείνης της ιστορικής περιόδου. Η ματιά τους περιορίστηκε στα στενά όρια του ελληνοτουρκικού πολέμου, τον οποίον επίσης ερμήνευσαν με τον παραδοσιακό ελλειπτικό τρόπο της κεμαλολαγνείας, ελέω συμμαχίας Λένιν-Κεμάλ. Η ταξική ανάλυση απουσιάζει ολοκληρωτικά και αντικαθίσταται από ιδεολογικής προέλευσης αξιώματα.
Μέσα στη μυθολογία αυτή, ο Μουσταφά Κεμάλ προβάλει ως ο αδιαμφισβήτητος επαναστάτης, ενώ για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της επιφυλάσσεται η μοίρα του χρήσιμου ηλίθιου θύματος στο «νεοτουρκικό επαναστατικό φαγοπότι». Ακριβώς γι’ αυτό, φαίνεται ότι κινούνται σε μια απολογητική των εγκλημάτων του νεοτουρκικού εθνικισμού την περίοδο 1914-1918 και επιβράβευσης των κεμαλικών εγκλημάτων της περιόδου 1919-1923.
Γι’ αυτούς, όλα διαδραματίζονται σε μια σκηνή θεάτρου, όπου αντιπαλεύουν προκατασκευασμένοι εθνικισμοί. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι στις αναλύσεις τους απουσιάζει η κοινωνία. Είτε ως μέσο πραγματoποίησης της εθνικής οντότητας, είτε ως συμμετέχουσα σε σκληρότατες ιστoρικές διεργασίες.
Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στα κείμενά τους:
-Δεν αναφέρονται καθόλου στις επίσημες αποφάσεις που είχαν ήδη ληφθεί από το 1911, από το κόμμα ‘Ενωση και Πρόοδος” που διαχειριζόταν την εξουσία.
-Αγνοούν συστηματικά το γεγονός ότι από το 1913 οργανώνονται, όπως έχει αποκαλύψει ο ιστορικός Τανέρ Ακσάμ, οι μηχανισμοί που θα αναλάβουν δράση κατά των κοινοτήτων που έχουν προγραφεί από τους εθνικιστές
-Αποκρύπτουν ότι από το 1914 ξεκινούν οι εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των Ελλήνων στην Ιωνία και την Ανατολική Θράκη με βάση οργανωμένο σχέδιο της εξουσίας
-Συσκοτίζουν το γεγονός ότι η ιστορική στιγμή συγκροτεί ένα Μεταίχμιο, όπου έχουμε τη μετάβαση από την πολυεθνική προνεωτερική Αυτοκρατορία (που διαλύεται και αποχωρεί από την Ιστορία) στο έθνος-κράτος.
-Παρουσιάζουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το φυσικό έδαφος της εθνικιστικής Τουρκίας
-Δεν αναφέρουν τις εναλλακτικές λύσεις που είχε η ελληνική πλευρά την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ηττήθηκαν οι Νεότουρκοι εθνικιστές που είχαν ήδη ξεκινήσει τις γενοκτονίες από το 1914.
-Δεν αναγνωρίζουν πολιτικά δικαιώματα στο 20% του οθωμανικού πληθυσμού που ήταν οι Έλληνες της Αν. Θράκης και της Μικράς Ασίας (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία κ.ά.)
-Θεωρούν ότι η μόνη φυσική λύση θα ήταν η εκ νέου υπαγωγή τους στην τουρκική διοίκηση.
-Αποκρύπτουν ότι την περίοδο 1914-1923 από τα δύο εκατομμύρια του ελληνικού πληθυσμού επέζησε μόνο το 60% περίπου του πληθυσμού, εφόσον καταμετρήθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα (το 1928) 1.250.000 άτομα
-Θεωρούν το μιλιταριστή Μουσταφά Κεμάλ, που τα στρατεύματά του συγκροτήθηκαν με βάση τους παρακρατικούς πυρήνες των Νεότουρκων (Teskilat I Mahsusa), ως τον επαναστάτη και απελευθερωτή της περιοχής.
- Επιχειρούν μια πρωτοφανή εξίσωση του αίματος, συγκρίνοντας τα εγκλήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού που υποχωρούσε, με την ψυχρή προαποφασισμένη εξαφάνιση των Ελλήνων και των Αρμενίων. Δομικά κάνουν αυτό ακριβώς που κάνουν οι ρατσιστές αντισημίτες, που δικαιολογούν το Ολοκαύτωμα επικαλούμενοι τη δράση του ισραηλινού στρατού κατά των Παλαιστινίων.
Στο παραπάνω πλαίσιο ο Λιάκος θα θεωρήσει σε κείμενό του το 2001 ότι η μοναδική γενοκτονία του 20ου αιώνα είναι το Ολοκαύτωμα. Ο Γ. Γιαννουλόπουλος θα δηλώσει ευθαρσώς το 2005 ότι «Το μέγα θέμα της καταστροφής της Σμύρνης εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενο. Δεν είναι τόσο αυτονόητο ότι οι Τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνη». Ενώ η Σ. Αναγνωστοπούλου θα αναφέρει ότι η αντίδραση των Νεότουρκων που οδήγησε στις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, ήταν «νόμιμη ενέργεια». Η συγκεκριμένη παραδοχή της Αναγνωστοπούλου θα ενσωματωθεί στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ γυμνασίου και θα αποτελέσει με τον τρόπο αυτό κομμάτι της καθεστωτικής ιστορίας.
To ενδιαφέρον είναι ότι οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις κινούνται αποφεύγοντας τη συνάντηση με «εκπροσώπους» της προσφυγικής ιστοριογραφικής σχολής. Χαρακτηριστικές πρόσφατες περιπτώσεις τέτοιας συμπεριφοράς, έχουμε στο επιστημονικό συνέδριο που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τα 100 χρόνια από το Πραξικόπημα των Νεότουρκων, όπου οι διοργανωτές απέφυγαν να καλέσουν Έλληνες ιστορικούς, όπως π.χ. ο Π. Ενεπεκίδης, που έχουν μελετήσει τα διπλωματικά έγγραφα της περιόδου 1908-1918, απ’ όπου συνάγεται ότι οι Νεότουρκοι πραγματοποίησαν γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής. Αντίστοιχη περίπτωση είναι το γεγονός που έλαβε χώρα στο πρόσφατο συμπόσιο του περιοδικού «Historein», όπου ο Χάρης Εξερτζόγλου της Ομάδας Λιάκου αναφέρθηκε στη Γενοκτονία των Ποντίων ως λαϊκό μύθευμα που αντιστρατεύεται την «επίσημη επιστημονική ιστορία».
Οι ίδιοι ιστορικοί, κάποιοι από τους οποίους προέρχονταν και από την αντισταλινική Αριστερά, έχουν την ίδια αμηχανία στο να προσεγγίσουν τα γεγονότα των σταλινικών διώξεων των Ελλήνων, όπως και άλλων μειονοτικών ομάδων, στη Σοβιετική Ένωση.
Από το τουρκικό υπ. ΕΞ. στον Γ. Νακρατζά
Εκτός από την ιστοριογραφική πρόσληψη των γεγονότων και τη συζήτηση που πραγματοποιείται μεταξύ των Ελλήνων ιστορικών, υπάρχει και η πρωτόγονη προσέγγιση του θέματος αυτού. Η χαρακτηριστικότερη εκδοχή αυτού του πρωτογονισμού εντοπίζεται στα κείμενα του γιατρού Γ. Νακρατζά…. Όμως για να κατανοήσουμε την περίπτωση αυτή, θα έπρεπε πρωτίστως να γνωρίσουμε τις επίσημες θέσεις της τουρκικής πλευράς.
Μετά την αναγνώριση της Γενοκτονίας με την καθιέρωση της Ημέρας Μνήμης, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε με την εκτύπωση (1996) ενός μικρού βιβλίου αντίκρουσης των ελληνικών επιχειρημάτων που βασιζόταν στο παλιό κεμαλικό προπαγανδιστικό βιβλίο «Pontus Meselesi» (Το ζήτημα του Πόντου), που είχε εκδοθεί μετά το πέρας των τραγικών γεγονότων. Σύμφωνα με την τουρκική άποψη δεν υπήρχε γενοκτονία των (ολιγάριθμων) Ελλήνων στον Πόντο από τους Τούρκους, αλλά αντιθέτως γενοκτονία του φιλήσυχου τουρκικού πληθυσμού διέπραξαν οι αντάρτικές ομάδες που υποκινούνταν από τον «αιμοβόρο δεσπότη Αμισού Γερμανό Καραβαγγέλη». Στο προπαγανδιστικό αυτό κείμενο δεν υπάρχει καμιά αρνητική τουρκική εξουσία στην περιοχή -πλήν των Ποντίων ανταρτών. Δεν υπάρχει κυρίαρχος και κυριαρχούμενος, δεν υπάρχει προσχεδιασμός και απόφαση για την εξόντωση των ανεπιθύμητων από κανένα Νεότουρκο. Υπάρχει μόνο η λογική αντίδραση του νεοτουρκικού ή κεμαλικού ευνομούμενου κράτους.
Εκπληκτικά παρόμοιες απόψεις μ’ αυτές του τουρκικού υπ.Εξ. άρχισε να διατυπώνει από το 2004 ο Νακρατζάς, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει γίνει καμιά γενοκτονία, ούτε Ελλήνων, ούτε Αρμενίων και ότι όλα αυτά είναι μυθεύματα κάποιων «φανατικών εθνικιστών νεοποντιστών», που εκ του μηδενός εφευρίσκουν ζητήματα και δημιουργούν προβλήματα. Και ότι αντιθέτως γενοκτονία διέπραξαν οι Πόντιοι κατά των Τούρκων. Στο κείμενό του, που φέρει τον τίτλο: “Ο θόρυβος σχετικά με τη γενοκτονία των Ποντίων” γράφει: ”Τα τελευταία χρόνια ακούγονται εκκωφαντικοί θόρυβοι αναφορικά με την υποτιθέμενη Γενοκτονία που υπέστησαν το 1922 οι Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου από τους Τούρκους…… Όσον αφορά την Γενοκτονία των Ποντίων ο εκκωφαντικός αυτός θόρυβος εξακολουθεί να συνεχίζεται προερχόμενος από εκείνη την μερίδα των Ποντίων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους αποτελούνται από άκρως εθνικιστικά στοιχεία και οι οποίοι σε ένα σημαντικό ποσοστό είναι επαγγελματίες πατριώτες… Παρόμοια εγκλήματα Γενοκτονίας που διέπραξαν οι Έλληνες αντάρτες στον Πόντο, αφορούσαν κυρίως στην Σάντα και στην Πάφρα…..”
Σε μια σχετική συζήτηση στο καλό μπλογκ «Πόντος και Αριστερά», ο Νακρατζάς χαρακτηρίστηκε ως «άθλιος, ρατσιστής φιλοεθνικιστής (και στην καλύτερη περίπτωση “γερο-ξεκούτης” )…» Με τον όρο «φιλο-εθνικιστής» ο συντάκτης της παραπάνω πρότασης θα εννοούσε μάλλον: «φίλος του τουρκικού εθνικισμού». Ο Νακρατζάς προσπαθεί να καλύψει τα εμφανώς προκατειλημμένα ρατσιστικά κείμενά του, τοποθετώντάς τα κάτω από τον τίτλο της ψευδώνυμης «Αντιεθνικιστικής Κίνησης»- όπου κατά καιρούς έχουν αναρτηθεί και σοβαρά κείμενα. Η αυτοαποκαλούμενη «Αντιεθνικιστική Κίνηση», αναπαράγει χονδροειδώς όλη την προπαγάνδα του σλαβομακεδονικού και του τουρκικού εθνικισμού.
Εξαπατώντας μορφολογικά τους μη γνωρίζοντες, ο Νακρατζάς προσπαθεί να επενδύσει τα κείμενά του μ’ ένα ελκυστικό αντιεθνικιστικό ιδεολογικό επίχρισμα. Οι πληθυσμιακές ομάδες στις οποίες απευθύνεται είναι:
α) παραδοσιακοί αντιπόντιοι ρατσιστές που ψάχνουν για επιχειρήματα,
β) αμαθείς καλών προθέσεων, που ενοχλούνται από τον εθνολαϊκισμό της ελληνικής πλευράς, καθώς και
γ) αδιάφορους, που ενημερώνονται μόνο από τα μέιλ που αποστέλλει σε χιλιάδες αποδέκτες
Ο Νακρατζάς αποτελεί μια αστεία περίπτωση αναπαραγωγής των μύθων των γειτονικών εθνικισμών, που πολλές φορές φτάνουν στα όρια της φιλοναζιστικής υστερίας. Στη ίδια γραμμή συντάχθηκαν και κάποιοι τουρκόφιλοι βούλγαροι ρατσιστές νεοναζί που εκφράζονται με την ηλεκτρονική σελίδα Bulgarmak.
Η περίπτωση του «Ιού» και οι «βιετναμέζοι πρόσφυγες»
«…Ο “Ιός” (δηλαδή Κωστόπουλος, Τρίμης, Ψαρράς) αποτελεί μια πιο επικίνδυνη (ιδεολογικά εννοείται) περίπτωση. Μπορεί να θεωρηθεί το αντίστοιχο του Κώστα Πλεύρη, εφόσον οι δυο τους εξέφρασαν τόσο καθαρά την αντιμικρασιατική στάση. Η οπτική του “Ιού” (των Κωστόπουλου, Τρίμη, Ψαρρά), αλλά και τα κίνητρά του, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για όσους μελετούν το ελλαδικό αριστερό φαινόμενο. Η επιβίωση και ο “εκσυγχρονισμός” των ακραίων απόψεων της πρωτόγονης περιόδου της ελλαδίτικης αριστεράς, αποτελεί ένα εντυπωσιακό γεγονός. Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις αναλύσεις τους είναι η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, η επιλεκτική χρήση στοιχείων και η ξύλινη γλώσσα. Η πολιτική σύγκρουση των μελών της ομάδας του “Ιού” με το “αστικό κράτος της Ελλάδας” και τον εθνικισμό, τους οδήγησε στη συμμαχία με τους εχθρικούς εθνικισμούς (στη βάση της αρχής: ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου). Έτσι, αποτέλεσαν τη δημοσιογραφική τουλάχιστον δίοδο διάχυσης στην ελληνική κοινή γνώμη των βασικών αρχών του σλαβομακεδονικού και τουρκικού εθνικισμού.
Αποκορύφωμα της συγκεκριμένης προπαγάνδας των Κωστόπουλου, Τρίμη, Ψαρρά υπήρξε η άθλια αντιπροσφυγική παρουσίαση του Μικρασιατικού Ζητήματος το 1992, εβδομήντα χρόνια μετά τη μεγάλη τραγωδία του 1922. Ο χαρακτηρισμός της Μικράς Ασίας ως το “Βιετνάμ των Ελλήνων” απέδειξε ότι η ιστορική εμπειρία ελάχιστα επηρέασε τις ελλαδίτικες παλαιοκομμουνιστικές ομάδες. ΄Ετσι λοιπόν ο “Ιός”, παραγνώρισε πλήρως την ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών, αναπαρήγαγε πιστά την αντιδραστική άποψη και στάση της αριστεράς του ΣΕΚΕ που προπαγάνδισε τότε στο μέτωπο την “απεργία πολέμου” (συμβάλλοντας έτσι στην ήττα και στην εξόντωση των ελληνικών μικρασιατικών πληθυσμών από τον τουρκικό εθνικισμό).
Η άποψη των Κωστόπουλου, Τρίμη, Ψαρρά, εβδομήντα χρόνια μετά τη μικρασιατική τραγωδία, πλησιάζει πολύ την ιστορική ερμηνεία περί μικρασιατικού που έχουν και οι Γκρίζοι Λύκοι. Στο ατόπημα αυτό αντέδρασαν μόνο οι προσφυγικές οργανώσεις, οι οποίες πικρά διαπίστωσαν ότι οι ελλαδίτικη ακροαριστερά τους αντιμετώπιζε και στη δεκαετία του ‘90 μάλλον ως “Βιετναμέζους πρόσφυγες”, εφ’ όσον παραγνώριζε την τρισχιλιόχρονη παρουσία τους στις ιστορικές τους πατρίδες. Μόνο που η αντιμετώπιση αυτή συνεχίστηκε με θαυμαστή συνέπεια. Έτσι οι Κωστόπουλος, Τρίμης, Ψαρράς, ανακάλυψαν το 1997 ότι από το “Βιετνάμ των Ελλήνων” ξεπήδησαν και μερικές περίεργες ελληνικές ομάδες, όπως οι Πόντιοι για παράδειγμα, οι οποίοι δεν μπορούσαν να βολευτούν στα κλασικά πολιτικά σχήματα της “νέας τάξης πραγμάτων”. Έτσι, το πλέον εύκολο ήταν να εκχωρηθούν στην ακροδεξιά και να χαρακτηριστούν ως ύποπτοι για την εκκόλαψη του αβγού του φιδιού.
Είναι τραγικό που το σχήμα αυτό πέρασε ασχολίαστο. Φανταστείτε να κατηγορούσαν τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες γιατί αντιδρούν στο σιωνισμό, ή τους Εβραίους γιατί αντιδρούν στο ναζισμό, ή τους Ινδιάνους που γενοκτονήθηκαν από τους Αγγλοσάξωνες γιατί τολμούν να θυμούνται την τραγική τους μοίρα. Στην Ελλάδα όμως όλα είναι δυνατά, εφόσον, απ’ ότι φαίνεται, το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται από πολλούς, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους χώρους. Επίσης η ιστορική μνήμη έχει μικρό βάθος και η κυρίαρχη ιδεολογία (αριστερή και δεξιά) είναι βασισμένη στην εξαφάνιση της μικρασιατικής παραμέτρου και στη βαλκανιοποίηση των Μικρασιατών. Απ’ ό,τι φαίνεται, σήμερα η “βρωμοδουλειά” γίνεται απ’ όλο αυτό τον εσμό των αυτοακκιζόμενων “αντιεθνικιστών”, οι οποίοι προτιμούν να εκχωρήσουν το μικρασιατικό χώρο (των προσφύγων εννοείται) στην ελλαδίτικη ακροδεξιά, παρά να τον αποδεχτούν ως υπαρκτή πολιτική συνιστώσα…» (Από το κείμενό μου με τίτλο «Μ’ αφορμή τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Πώς να κάνεις μια πετυχημένη προβοκάτσια», περ. Άρδην, τευχ. 11, 1997).
Η… εθνοκάθαρση του Τάσου Κωστόπουλου
Η σημαντικότερη περίπτωση της «πριμιτίφ» αναθεωρητικής σχολής που ξεκινά από τις θέσεις του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και αποθεώνεται στα απλοϊκά κείμενα του Γ. Νακρατζά, είναι η προσέγγιση του Τάσου Κωστόπουλου, όπως διατυπώθηκε στο βιβλίο του «Πόλεμος και εθνοκάθαρση». Ο Κωστόπουλος δεν αμφισβητεί, όπως ο Νακρατζάς, τη γενοκτονία των Αρμενίων. Η αναθεωρητική του προσπάθεια περιορίζεται στην περίπτωση των Ελλήνων της Ανατολής. Προσπαθεί κατ΄ αρχάς να ενοχοποιήσει πολιτικά και ιδεολογικά το κίνημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας, τοποθετώντας το στο χώρο του εθνικισμού και της Δεξιάς. Αποκρύβει το γεγονός ότι η Ομάδα των «Ιταλών» που πρωτοστάτησε τότε, ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχε και μια σημαντική ομάδα που προερχόταν από την τότε εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και συνέβαλε αποφασιστικά στη ριζοσπαστικοποίηση του ποντιακού χώρου. Αποκρύπτει επίσης ότι εκείνη την περίοδο το κίνημα αυτό συνάντησε τη σκληρή αντίσταση της τότε Δεξιάς, η οποία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποτρέψει το γεγονός της αναγνώρισης. Η συκοφαντία του δημοκρατικού κινήματος των πολιτών εξυπηρετεί εξαρχής αναγνωρίσιμα συμφέροντα, που κάποια θίχτηκαν στην περί «Ιού» ενότητα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Κωστόπουλος προσεγγίζει τα αιτήματα και το υπαρκτό κοινωνικό κίνημα των προσφυγικών οργανώσεων, θυμίζει την υπεροψία των ακολούθων των αποικιοκρατικών ελίτ, σε σχέση με τους απόβλητους (και ολίγον εθνικιστές, που θα έλεγε και ο Έντουαρντ Σάιντ) ιθαγενείς. Διαθέτει όμως την ευφυία -που λείπει από τον Γ. Νακρατζά. Έτσι εντοπίζει τα υπαρκτά προβλήματα που κληροδότησε στο προσφυγικό κίνημα μια υπερβολική και αναποτελεσματική διαχείριση του ιστορικού παρελθόντος, όπως αυτό συνέβη με την υπερεκτίμηση των πληθυσμιακών μεγεθών, καθώς και του αριθμού των θυμάτων. Όμως το γεγονός αυτό της μεγένθυνσης των πληθυσμών και των απωλειών συναντιέται σε όλες τις ομάδες που έχουν υποστεί γενοκτονία, από τους Αρμένιους μέχρι τους Εβραίους. Ο Κωστόπουλος το θεωρεί ως αποκλειστική συμπεριφορά των Ποντίων και το αναδεικνύει σε πρωτεύον γεγονός. Αναδεικνύοντας παράλληλα και πολλές από τις δημοσιογραφικές υπερβολές, προκαταβάλλει εξαρχής, εντέχνως, τους αναγνώστες του. Επίσης ασκεί κριτική στον ΟΗΕ, για την ελαστική διατύπωση του διεθνούς νομικού όρου για το έγκλημα της «Γενοκτονίας».
Στη συνέχεια τα πράγματα αποδεικνύονται εύκολα: Επικαλείται τους «ειδικευμένους ερευνητές» του Κ.Μ.Σ. που είχαν αποφανθεί ότι καμιά γενοκτονία δεν είχε πραγματοποιηθεί (δες στο β’ μέρος του αφιερώματος στον αντιπροσφυγικό αναθεωρητισμό). Αποκλείονται πηγές «ενοχλητικές», όπως τα στοιχεία που προσφέρουν οι Τούρκοι ιστορικοί (Taner Alsam, Hamit Bozarslan, Fuat Dudar) για την προαπoφασισμένη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κεντρικά οργανωμένη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών. Αποκλείονται επίσης πηγές που αναφέρονται στην επίσημη απόφαση των νεότουρκων για εξόντωση των ανεπιθύμητων πληθυσμών, όπως και τα διπλωματικά έγγραφα της περιόδου 1914-1918 με τα οποία οι σύμμαχοι των Νεότουρκων ομολογούν ότι διαπράττεται στον Πόντο σφαγή αντίστοιχη μ’ αυτή των Αρμενίων.
Το κείμενο του Κωστόπουλου είναι αποκαλυπτικό των μεθόδων που χρησιμοποιεί μια πολιτική ομάδα για να τεκμηριώσει τις προειλημμένες αποφάσεις της. Από το σύνολο των πηγών επιλέγει μόνο τις χρήσιμες και τις συνθέτει με τέτοιο τρόπο, ώστε να τεκμηριώνει το προαποφασισμένο συμπέρασμα.
Το «Παράρτημα Γ’» του βιβλίου του Κωστόπουλου, που αφορά τόσο τη Γενοκτονία στον Πόντο όσο και τη Γενοκτονία στο σύνολο της Μικράς Ασίας, θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης για να καταγραφούν αναλυτικά οι τεχνικές και οι μεθοδολογικές παραλήψεις, που χρησιμοποιεί η πλέον εκλεπτυσμένη εκδοχή του εμπαθούς αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού, καθώς και οι ιδεολογικές διαστρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν έναν εκσυγχρονισμένο παλαιοελλαδίτικο λόγο.
Απ΄τον Χαραλαμπίδη στον Ταχματζίδη
Μια από τις ενδιαφέρουσες πρόσφατες αναθεωρητικές απόπειρες εκφράστηκαν δια της γραφίδος του Πόντιου δημοσιογράφου Όμηρου Ταχματζίδη, ο οποίος σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία και πρόσφατα επανέκδοσε το σημαντικό βιβλίο του Γεωργίου Σκληρού «Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα». Ο Ταχματζίδης θεωρεί κι αυτός ότι η Γενοκτονία είναι μια «υποτιθέμενη γενοκτονία», μέρος μιας «νεοποντιστικής πολιτικής ιδεολογίας». Μια ιδεολογική κατασκευή του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, ο οποίος βαρύνεται για τη συγκρότηση ενός ρεύματος «νεοποντιστών» από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Αφού εξαφανίζει κι αυτός -όπως και ο Κωστόπουλος την παράμετρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς από τις γενέθλιες συνθήκες διαμόρφωσης του ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος- δαιμονοποιεί τον ποντιακό χώρο απ’ τη στιγμή που αποδέχεται το αίτημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας και προσδίδει στους ποντιακούς συλλόγους παρακρατικά χαρακτηριστικά. Υιοθετεί μια ηθικιστική ασφαλίτικη λογική στην αντιμετώπιση του ποντιακού χώρου γράφοντας: «Οι σύλλογοι παίρνουν στη συνέχεια τη μορφή «θεσμικού παρακράτους» εφόσον ασχολούνται παράνομα και παραβιάζουν κατάφωρα τους σκοπούς των καταστατικών τους με πολιτικά θέματα, όπως η γενοκτονία ή η αναψηλάφηση του «ποντιακού ζητήματος»».
Το μένος του Ταχματζίδη κατά των «νεοποντιστών» συμπεριλαμβάνει πλέον το σύνολο του οργανωμένου ποντιακού χώρου και καταλήγει σε εμπάθεια και σε αιτιολόγηση των πράξεων του τουρκικού εθνικισμού στην περιοχή του Πόντου. Η ένταση της κριτικής του είναι τέτοια ώστε δεν διστάζει να δικαιολογήσει και πράξεις δολοφονιών, όπως αυτή του δημοσιογράφου Δ. Καπετανίδη, για τον οποίον γράφει: «Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» Δ. Καπετανίδης, ένθερμος θιασιώτης της Μεγάλης Ιδέας και πιθανόν κατάσκοπος του ελληνικού κράτους στην Τραπεζούντα…»
Ο Ταχματζίδης αναπαράγει αυτούσια την επιχειρηματολογία του Νακρατζά, και αυτό επιβραβεύεται από τη ψευδώνυμη «Αντιεθνικιστική Κίνηση», η οποία αποστέλλει σε χιλιάδες αποδέκτες το κείμενό που είχε δημοσιευτεί στην εφημ. «Εργατική Αλληλεγγύη» νο. 821. Στο Εισαγωγικό Κείμενο του ο Νακρατζάς, με το οποίο συνόδευε το κείμενο του Ταχματζίδη, γράφει: «Αλλά και επί της ουσίας το θέμα αποτελεί πνευματικό προϊόν των λεγόμενων νεοποντιστών, δηλαδή ενός σκληροπυρηνικού ελληνόφρονος ακροδεξιού αναθεωρητικού ρεύματος που έθεσε θέμα “γενοκτονίας” Ποντίων εντελώς ξεκάρφωτα και αντιεπιστημονικά (καθώς είναι γνωστή πια η διάκριση στο διεθνές δίκαιο ανάμεσα σε οργανωμένη επιχείρηση για εξόντωση μέχρις ενός ενός λαού, δηλαδή περίπτωση Άουσβιτς, και σε εθνοκάθαρση με στόχο την απομάκρυνση, την εκκένωση εδαφών, την εκδίκηση, αλλά δίχως δόλο α’ βαθμού για φυσική εξόντωση μέχρις ενός).»
Οι πρώτες αντιδραστικές παρεμβάσεις του Ταχματζίδη θα εμφανιστούν με αφορμή τη συζήτηση για το βιβλίο ιστορίας της Στ’ δημοτικού. Στη συνέχεια θα διατυπωθεί ένας απωθητικός αντιπροσφυγικός λόγος στην παρέμβασή του στο 10ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ (2008) στη Θεσσαλονίκη και θα ακολουθήσει η δημοσίευση ενός εμπαθούς άρθρου στην εφημερίδα που αναφέρθηκε παραπάνω.
Η περίπτωση Ταχματζίδη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί ενδοποντιακό σύμπτωμα. Πρέπει να αναλυθεί πλήρως, εφόσον δεν υπάρχει κανένα ακροδεξιό ρεύμα εντός του ποντιακού κινήματος. Δηλαδή ρεύμα, που να θέτει ζητήματα εκδίκησης και αποκλεισμού άλλων πληθυσμιακών ομάδων. Ούτε φυσικά και “απελευθέρωσης του Πόντου”. Αντίθετα, είναι ένα κίνημα πολιτών, δημοκρατικά οργανωμένο, που προσπαθεί να εκφράσει τους Έλληνες που ζουν ή προέρχονται από τον Εύξεινο Πόντο, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, αξιοποιώντας γνώσεις και ερμηνείες που κληροδοτούνται στους σύγχρονους Ποντίους από την α’ γενιά των προσφύγων του 22.
Η κριτική του Ταχματζίδη κυριαρχείται από την παραδοσιακή μορφή του ποντιακού συναισθηματισμού και ανορθολογισμού και γι’ αυτό διατυπώνεται με ιδιαίτερη εμπάθεια και δομείται παραγνωρίζοντας πλήθος σημαντικών παραμέτρων.
Η εκτίμησή μου είναι ότι αποτελεί μια ακραία αντίδραση στις ακρότητες της Ομάδας Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη, στον φανατικό λόγο και στις υπερβολές τους, που κυριάρχησαν για μια περίοδο σε κάποιες ποντιακές οργανώσεις της Θεσσαλονίκης. Η εικόνα που ανέδιδε ο ποντιακός χώρος της περίοδο αυτή, συνδυασμένη με την έλλειψη πρόσβασης σε στοιχεία και με την ψυχολογική ανάγκη απάντησης στην αθλιότητα, οδήγησε κάποιους στο άλλο άκρο. Με μια έννοια ο Ταχματζίδης αποτελεί το αντεστραμμένο είδωλο του Χαραλαμπίδη.
Εξάλλου και στις αναλύσεις της Ομάδας Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη ανιχνεύονται έντονα στοιχεία αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η θεωρητική προσέγγιση των τραγικών γεγονότων της περιόδου 1914-1923, απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού. Ο Πόντος παρουσιαζόταν σαν κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο. Η εμπειρία της γενοκτονίας προβαλλόταν ως μοναδική εμπειρία των Ποντίων και αποκρυπτόταν επιμελώς ότι γενοκτονία είχαν υποστεί όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας. Η αποκοπή αυτή των Ποντίων από τους υπόλοιπους προσφυγικούς πληθυσμούς πρέπει να υπήρξε αρχική αξιωματική θέση του κ. Χαραλαμπίδη, η οποία επιβλήθηκε στη συνέχεια και έγινε απόλυτος νόμος. Δεν είναι τυχαίο ότι στο καταστατικό του Κεπομέ δεν υπάρχει πουθενά ο όρος «Έλληνες του Πόντου», αλλά μόνο ο όρος «λαός του Πόντου». Η προσπάθεια αποκοπής των Ποντίων από τον υπόλοιπο προσφυγικό ελληνισμό του ΄22 -που αποτελούσε το φυσικό τους κοινωνικό χώρο- θα ιδεολογικοποιηθεί με τη χρήση τουρκικών επιχειρημάτων.
Ο Μ. Χαραλαμπίδης, προσπαθώντας να καθοδηγήσει την ΠΟΕ είπε: «Όσον αφορά τη σύνδεση της γενοκτονίας των Ποντίων με τη μικρασιατική πιστεύω ότι είναι έγκλημα η σύνδεσή της. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο.» (εφημ. «Εύξεινος Πόντος», Οκτώβριος ‘03). Δηλαδή, η ύπαρξη ελληνικού στρατού στην Ιωνία την περίοδο ‘19-’22, νομιμοποιούσε τους Τούρκους να διαπράξουν τη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού την περίοδο ‘16-’23. Αντίστοιχες θέσεις εξέφρασε σε διάφορες εκδηλώσεις και ο Κ. Φωτιάδης, ενώ αποκορύφωμα της κυνικής αποδοχής της γενοκτονίας στην υπόλοιπη Μικρά Ασία, υπήρξαν οι ομιλίες των στελεχών της Ομάδας στο ιδρυτικό συνέδριο της ΠΟΕ. Το γεγονός αυτό είχε πολλαπλές συνέπειες για τις πολιτικές δυνατότητες του ελληνισμού να πετύχει την αναγνώριση της γενοκτονίας. Καταρχάς μείωνε τη δυναμική του αιτήματος. Μετέτρεπε ένα μέρος ενός έθνους σε ιδιαίτερο έθνος, εφόσον η διεκδίκηση για αναγνώριση γενοκτονίας αφορά μόνο ολόκληρα έθνη (Αρμένιοι, Εβραίοι, Τσιγγάνοι, Ασσυροχαλδαίοι, Αμπορίτζιναλς, ιθαγενείς Αμερικής κ.ά.) Από την άλλη, παραμόρφωνε την πραγματική Ιστορία και καλλιεργούσε μια πλαστή εικόνα για το πρόσφατο παρελθόν στον ποντιακό πληθυσμό (δες το κείμενό μου «Η Ομάδα Χαραλαμπίδη Φωτιάδη», που δημοσιεύτηκε σε παλιότερο φύλλο του «Εύξεινου Πόντου»)
Από τον Πουλιόπουλο στον Γκίκα
Μια άλλη πλευρά του αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού σχετίζεται με την απόπειρα κάποιων κύκλων του ΚΚΕ να δικαιολογήσουν τις σταλινικές διώξεις των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Σε ένα σχετικό αφιέρωμα στο μπλογκ «Πόντος και Αριστερά» με τίτλο «Οι μισές αλήθειες του κ. Γκίκα» διαβάζουμε: «Ο προσυνεδριακός διάλογος φαίνεται ότι ξεκίνησε στο ΚΚΕ. Και σίγουρα στο επίκεντρο θα βρεθούν και εκείνα τα ζητήματα που μπορούν να ενταχθούν εύκολα στον ιστορικό αναθεωρητισμό. Και ένα απ’ αυτά θα είναι οι σταλινικές διώξεις κατά των μικρών κοινοτήτων, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης. Η ολοκληρωτική καταστροφή του ελληνικού σοβιετικού πολιτισμού από τους σταλινικούς, η εξόντωση της ελληνικής κομματικής και πνευματικής ηγεσίας, καθώς και η βίαιη εκτόπιση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινότητας στην Κεντρική Ασία, μετατρέπουν σε εφιαλτική συνηγορία προς την απάνθρωπη βία και την αντεπαναστατική αντιλαϊκή πρακτική, απόπειρες όπως αυτές που κριτικάρονται στο παρακάτω δημοσίευμα.
Όμως στην απόπειρα του Γκίκα και των συν αυτώ να οδηγήσουν το ΚΚΕ σε μια αντιδραστική στροφή λέγοντας τη μισή αλήθεια και αποκρύπτοντας βασικά στοιχεία του ζητήματος αντιδράσαμε με τη δημοσίευση ενός άρθρου με τίτλο : «Τα παιδιά του Κολιγιάννη ποιον είχανε πατέρα.» Καλώς η κακώς, η σύγκρουση με τον ιστορικό αναθεωρητισμό είναι μια αναγκαιότητα, ώστε να απαλλαγεί τελικά η Αριστερά από τους εφιάλτες της και τις ενοχές της. Γιατί στην άγρια εποχή που μπαίνουμε, το μόνο που θα καταφέρει ο ιστορικός αναθεωρητισμός είναι να θέσει εξαιρετικα άχρηστα βαρίδια στο κίνημα… Μόνο ως ανέκδοτο ηχεί σήμερα, ότι στο μέλλον μια από τις συζητήσεις με το ΚΚΕ θα είναι εάν ο σταλινισμός:
-καλώς έκλεισε τις ελληνικές σοβιετικές εφημερίδες,
-καλώς κατάργησε την ελληνική (σοβιετική) εκπαίδευση,
-καλώς απαγόρευσε τα κρατικά ελληνικά θέατρα,
-καλώς κατέστρεψε τα (κομματικά) ελληνικά τυπογραφεία,
-καλώς κατάργησε τις ελληνικές κομματικές οργανώσεις,
-καλώς αποκεφάλισε τις ελληνικές κοινότητες,
-καλώς δολοφόνησε την (κομματική) ηγεσία τους,
-καλώς έστειλε χιλιάδες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας,
-καλώς εκτόπισε το λαό στις στέπες του Καζαχστάν, εν είδει δουλοπαροίκων του Μεσαίωνα.»
Αφορμή υπήρξαν τα κείμενα του Αναστάση Γκίκα, δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Το πλέον «ώριμο» έργο του είναι το βιβλίο «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Για την απόπειρα του Γκίκα, που είχε ως στόχο την παλινόρθωση του σταλινισμού και την αιτιολόγηση των διώξεων, έγραψα ένα κριτικό κείμενο που δημοσιεύτηκε παλιότερα στον «Εύξεινο Πόντο» με τίτλο «Τα παιδιά του Κολιγιάννη ποιόν είχανε πατέρα» .
Στο κείμενο αυτό έγραφα: «Κανείς δεν ξέρει, διαβάζοντας τη συγκεκριμένη μελέτη του Αν. Γκίκα, εάν βρισκόμαστε στο 2007 ή στο 1953, λίγο πριν το θάνατο του Στάλιν! Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε τις διάφορες πλευρές που έχει αυτή η νέα virtual reality που κάποιοι δημιουργούν στον Περισσό.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση του Τμήματος Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ανατρέπει την πολιτική και ιδεολογική κληρονομιά του Κομμουνιστικού Κόμματος από το ‘56 έως και σήμερα. Η επαναφορά στα καθ’ ημάς της λατρείας του σταλινισμού, δηλαδή την «καταδικασθείσαν υπό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενώσεως προσωπολατρείαν του Ιωσήφ Β. Στάλιν»,(4) σημαίνει ότι η προσπάθεια ερμηνείας των όσων διαδραματίστηκαν τη σταλινική εποχή θα υπακούει πλέον στις προ του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ σκοπιμότητες και θα πραγματοποιείται με τις μεθόδους της μεταφυσικής θεολογίας. Πόσο όμως παραγωγική μπορεί να είναι σήμερα μια τέτοια προσέγγιση; Και πόσο νομιμοποιείται το Τμήμα Ιστορίας να ακολουθεί τη συγκεκριμένη γραμμή και να παρασέρνει την Κ.Ε. του ΚΚΕ σε επικίνδυνες ατραπούς;
…Οι απόπειρες να συκοφαντηθεί η έρευνα που πραγματοποιείται για τις σταλινικές διώξεις, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της συντηρητικής καθήλωσης και της προσπάθειας για διαμόρφωση ενός ψεύτικου παρελθόντος, όπου τα πάντα βρίσκονταν σε τάξη και λειτουργούσαν φυσιολογικά.
Είναι δυνατόν τα παιδιά του Κολιγιάννη να αναγνωρίζουν ως πατέρα το Νίκο Ζαχαριάδη; Φαίνεται ότι είναι! Η συγκεκριμένη προσέγγιση στην ΚΟΜΕΠ για τα ζητήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο ποντιακός ελληνισμός, επιβεβαιώνουν την εξέλιξη αυτή. Δεν ξέρουμε ακόμα πόσο καθολικά εκφράζει το ΚΚΕ η στροφή αυτή και αν έχει επιλέξει οριστικά να μπεί ως κόμμα σε τροχιά σύγκρουσης με τον οργανωμένο ποντιακό χώρο. Είδωμεν!
Γιατί εάν οι απόψεις του Τμήματος Ιστορίας γίνουν επίσημες απόψεις του ΚΚΕ και εκφραστούν με τον ανελαστικό τρόπο που διατυπώθηκαν στην ΚΟΜΕΠ, εκτιμώ ότι η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη. Και αυτό θα συμβεί εάν επικρατήσει η γραμμική αντίληψη επί της ιστορίας και γίνει εντονότερη η προσπάθεια να μετατραπούν τα θύματα σε θύτες και να καθαρθεί από κάθε αμαρτία το τρομοκρατικό σταλινικό καθεστώς -όπως επιχείρησε να πράξει ο συγγραφέας της συγκεκριμένης μελέτης. Και όπως φαίνεται, στη γραμμή της «κάθαρσης» της ιστορίας του κόμματος και της απενοχοποίησης, θα υποταχθούν όλες οι ιστορικές στιγμές, από την ίδρυση του ΣΕΚΕ από τον Αβραάμ Μπεναρόγια, μέχρι σήμερα χωρίς την παραμικρή διάθεση αυτοκριτικής.»
Η αναφορά στον Αβραάμ Μπεναρόγια και στον Παντελή Πουλιόπουλο, αποσκοπεί στο να αναδείξει το πόσο η μεταφυσική, ιδεοληπτική, αντιδιαλεκτική προσέγγιση της ιστορίας, μπορεί να οδηγήσει δωσιλογικές συμπεριφορές. Η ομάδα αυτή που έδρασε εκείνη την περίοδο (1918-1923) ως αριστερή φράξια στο ΚΚΕ, βαρύνεται με την εκπόνηση μιας φιλοκεμαλικής πολιτικής εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου, με την ενίσχυση του τουρκικού εθνικισμού και με την μετατροπή της κατανοήσιμης κυνικής εξωτερικής πολιτικής της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης (που θα αλλάξει εξάλλου απ’ την άνοιξη του ‘22) σε ιδεολογικό δόγμα του νεαρού ελλαδικού κόμματος.
Με βάση τον τυπικό ορισμό του «δωσιλογισμού», η ομάδα Πουλιόπουλου-Μπεναρόγια, εμφάνισε δωσιλογική συμπεριφορά αντίστοιχη μ’ αυτή του παπα-Εφτίμ, αλλά και των Ταγμάτων Ασφαλείας την περίοδο της Κατοχής. Η ομάδα αυτή θα εκδιωχθεί από το ΚΚΕ το 1923 με την κατηγορία του «πράκτορα του ταξικού εχθρού» και αρκετά από τα μέλη της θα δολοφονηθούν την περίοδο της Κατοχής από τις ένοπλες ομάδες του ΚΚΕ που έγιναν γνωστές ως ΟΠΛΑ. Όμως η ιστορική εμπειρία του ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος, οι παλινωδίες και οι ανεπάρκειες δεν έχουν αξιολογηθεί κατάλληλα από τους κύκλους που σήμερα επιχειρούν την αγιογράφηση του παρελθόντος και υποκινούν προσβλητικές ιστορικές αναθεωρήσεις.
Εν κατακλείδι
Οι προσπάθειες αναθεώρησης της Ιστορίας και αναίρεσης των κατακτήσεων του ποντιακού, αλλά και του ευρύτερου προσφυγικού ελληνισμού φαίνεται ότι συστηματοποιούνται πλέον από ένα διακριτό και πολύμορφο ρεύμα σκέψης, εκφράζονται έντονα και διαμορφώνουν ένα κλίμα αμφισβήτησης. Οι επιδιώξεις αυτού του ρεύματος ενισχύονται από την εσωστρέφεια του οργανωμένου ποντιακού χώρου, το χαμηλό επίπεδο και την αρνητική παράδοση που κληροδότησαν διάφορες πολιτικές ομάδες που προσπάθησαν να κυριαρχήσουν επ’ αυτού. Το ρεύμα αυτό έχει πολλές μορφές: Από τους ακροδεξιούς που επιδιώκουν την αναθεώρηση της Δίκης των Εξ και του Δημητρίου Γούναρη, μέχρι τον Κωστόπουλο του «Ιού», τον Νακρατζά, την ομάδα Λιάκου και τον Γκίκα του ΚΚΕ.
Η αντίκρουση της αναθεωρητικής παραφιλολογίας είναι άμεση προτεραιότητα. Παράλληλα όμως θα πρέπει να αναχαιτιστεί και η υποκριτική υιοθέτηση φιλοπροσφυγικών θέσεων από τους παλιούς αντιπάλους των Ελλήνων της Ανατολής και εν μέρει συνένοχο στη Γενοκτονία, δηλαδή από την ελλαδική Ακροδεξιά. Είναι σημάδι των καιρών ότι οι λάτρεις του Ιωάννη Μεταξά και της αντιπροσφυγικής παλαιοΔεξιάς, έχουν ενδυθεί πλέον τη λεοντή του υπερασπιστή των προσφυγικών δικαιωμάτων. Όπως έγραφα και στην εισαγωγή τούτου του αφιερώματος: «Το αντιπροσφυγικό συναίσθημα στην Ελλάδα ιστορικά είχε βρει τον εκφραστή του στην πολιτική του Ιωάννη Μεταξά, της Μοναρχίας και του Λαϊκού Κόμματος. Σήμερα όμως βρισκόμαστε σ’ ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό σημείο! Έχει διαμορφωθεί μια νέα αναθεωρητική σχολή που έχει πάρει τη σκυτάλη από τους προηγούμενους, παρότι επιφανειακά τουλάχιστον φαίνεται ότι προέρχεται από διαφορετική πολιτική παράδοση….»
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εύξεινος Πόντος”, Θεσσαλονίκη, αρ.φ. 143, Δεκέμβριος 2008)
————————————————————
(*) Βλάσης Αγτζίδης: διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός. Βραβεύτηκε το 1995 από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας της παρευξεινίου ελληνικής διασποράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου